Αύξηση των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων καταγράφεται διεθνώς, με την επιστημονική κοινότητα να εφιστά την προσοχή των σεξουαλικά ενεργών ατόμων καθώς η έξαρση αυτή αποδίδεται και στο γεγονός ότι η πρόληψη χάνει έδαφος.
Τα δεδομένα που παραθέτει η Ελληνική Δερματολογική και Αφροδισιολογική Εταιρεία (ΕΔΑΕ) είναι ανησυχητικά. Σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ, τα κρούσματα έχουν αυξηθεί, με τη γονόρροια, τη σύφιλη και τα χλαμύδια να κατέχουν πρώτη θέση στη λίστα (10% αύξηση από τα κρούσματα που καταγράφηκαν το 2016).
Ειδικότερα, τα χλαμύδια αποτελούν το πιο συχνό μεταδιδόμενο νόσημα, ειδικά σε γυναίκες ηλικίας 15-24 ετών (45% των κρουσμάτων), τις οποίες μπορεί να οδηγήσει σε στειρότητα, επιπλοκές στην εγκυμοσύνη ή σε χρόνιο πυελικό πόνο.
Η σύφιλη έχει αυξηθεί σε ποσοστό 76% από το 2013. Υπό τα δεδομένα αυτά οι ειδικοί επισημαίνουν ότι «στόχος είναι να ενισχυθεί η εκπαίδευση των σεξουαλικά ενεργών πολιτών, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι άνθρωποι λαμβάνουν τα κατάλληλα μηνύματα προσυμπτωματικού ελέγχου, θεραπείας και πρόληψης».
Επιπλέον, τα περιστατικά γονόρροιας έχουν αυξηθεί σε ποσοστό 67% από το 2013, ενώ ανησυχία προκαλεί ότι τα στελέχη του μικροβίου έχουν αναπτύξει ανθεκτικότητα στη φαρμακευτική αγωγή που χορηγείται.
Οπως αναφέρει η ΕΔΑΕ, «οι έρευνες των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων δείχνουν ότι υπάρχει ανάγκη για έρευνα και καινοτομία στην παραγωγή νέων φαρμάκων, καθώς η ανθεκτικότητα των βακτηρίων και των ιών απέναντι στα ήδη υπάρχοντα φάρμακα μειώνει τις πιθανότητες θεραπείας τους».
Υπό τα δεδομένα αυτά, οι επιστήμονες επιμένουν ότι «δεν πρέπει να αμελούμε τη χρήση προφυλακτικού, να εξεταζόμαστε συχνά και να ρωτάμε τον ειδικό γιατρό για οποιαδήποτε απορία έχουμε σχετικά με τη σεξουαλική δραστηριότητα ή αν παρατηρήσουμε οποιαδήποτε αλλαγή στο δέρμα μας ή νιώσουμε ενόχληση στα γεννητικά μας όργανα».
Το πλέον δυνατό όπλο όμως είναι η πρόληψη, καθώς επίσης και η έγκαιρη θεραπεία που επιτρέπει στους ασθενείς να αποκτήσουν μια καλή σεξουαλική υγεία.