To Indiewire αξιολογεί με «Α» το «The Favourite» αποκαλώντας τον Λάνθιμο «διασταύρωση γελωτοποιού και τρελού βασιλιά, καθώς οδεύει να ηγεμονεύσει τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Η ταινία του μοιάζει με ένα εστεμμένο επίτευγμα. Μία ταινία εποχής όπου ο αυτοκράτορας είναι γυμνός, οι αγώνες με πάπιες είναι η επιτομή της ψυχαγωγίας και η αφοσίωση είναι τόσο παράξενη έννοια όσο και το εξωτικό φρούτο από τον Νέο Κόσμο που λέγεται ανανάς. Οσοι έχουν δει τις προηγούμενες ταινίες του Λάνθιμου γνωρίζουν ότι ήταν αναπόφευκτο να στρέψει την προσοχή του σε κάτι βασιλικό. Η παλατιανή ίντριγκα που παρουσιάζει είναι ταυτόχρονα γοητευτική και απωθητική, αλλά υπάρχει ένα είδος κάθαρσης στο τέλος της ταινίας. Και όπως συχνά συμβαίνει στην περίπτωση του Λάνθιμου, υπάρχει και εδώ ένα βαθύ πηγάδι θλίψης κάτω από τη χιουμοριστική επιφάνεια της ταινίας».
ΤΟΛΜΗΡΟ ΤΑΛΕΝΤΟ. Για το έντυπο της βιομηχανίας του κινηματογράφου «The Hollywood Reporter» και του κριτικού Ντέιβιντ Ρούνεϊ, η γενική εκτίμησή του συνοψίζεται στη φράση «διεστραμμένη απόλαυση». Και εξηγεί ότι ο Γιώργος Λάνθιμος είναι το πιο τολμηρό κινηματογραφικό ταλέντο που βγήκε από την Ελλάδα εδώ και δεκαετίες. «Η εκπληκτικά ψυχαγωγική κωμικοτραγική ταινία του είναι ένα χυμώδες μπλέξιμο εξουσίας που συνδέει τρεις γυναίκες στη βασιλική αυλή της Αγγλίας του 18ου αιώνα. Με χαρακτήρες τις τρεις γυναίκες τόσο εκτός πλαισίου από τον μέσο όρο των ανάλογων βρετανικών ταινιών εποχής. Σε οπτικό επίπεδο η ταινία είναι μία πανδαισία. Ο Λάνθιμος δουλεύει για πρώτη φορά μαζί με τον ιρλανδό κινηματογραφιστή Ρόμπι Ράιαν και φιλμάρει σε 35 χιλιοστά, αλλάζοντας τον φακό του από τα συμβατά πλάνα σε ανορθόδοξης προοπτικής γωνίες λήψης. Εξάλλου οι εκλεκτικές επιλογές της μουσικής που κάνει ο σκηνοθέτης λειτουργούν παρεμβατικά στο ύφος της ταινίας: από τα «κλασικά» κομμάτια των Χέντελ, Μπαχ, Πιρσέλ, Βιβάλντι περνά στις μοντερνιστικές πειραματικές ή ηλεκτρονικές συνθέσεις των Ολιβιέ Μεσιάν, Λικ Φεράρι και Αννα Μέρεντιθ, συμπληρώνοντας με την ελλειπτική φόρμα των στριγκών επαναληπτικών ήχων γδαρσίματος της επιφάνειας. Η ταινία του είναι σαν τον αγώνα πάνω στη σκακιέρα της πολιτικής που παίζεται σε επτά σεζόν στη σειρά «Game of Thrones» συμπυκνωμένος σε δύο κινηματογραφικές ώρες. Με ένα τέλος που υπονοεί ότι θα είναι αρκετά ικανοποιητικό, αφού ακόμη και οι νικητές του θα είναι ηττημένοι» .
«Το “Favourite”», γράφει ο Ιουεν Γκλάιμπερμαν στο «Variety», «είναι γραμμένο με ψυχρή ευγλωττία από την Ντέμπορα Ντέιβις και τον Τόνι ΜακΝαμάρα. Η σκηνοθεσία του Λάνθιμου, που διαθέτει απλόχερη πονηριά και δείχνει πόσο καλός τεχνίτης μπορεί να είναι, είναι τόσο καλή ώστε να τη θεωρήσουμε ως ένα ανεκτίμητο πετράδι. Ενώ η κοινωνία μας βρίσκεται σε σκοτεινά σημεία, η ταινία του συντονίζεται στους καιρούς μας. Είναι έτοιμη να γίνει ειδική επιτυχία και, ενδεχομένως, ένας παίκτης των βραβείων».