Οταν η ταινία «Πολίτικη Κουζίνα» έσπαγε ταμεία, ρώτησα τον σκηνοθέτη της Τάσο Μπουλμέτη πού, κατά τη γνώμη του, οφειλόταν η επιτυχία της. «Εχει να κάνει με αποχωρισμό» θυμάμαι ότι μου είχε απαντήσει. Και, συζητώντας, είχαμε συμφωνήσει πώς ο τρόπος που γρατζουνάει το συναίσθημα ο αποχωρισμός, είτε πρόκειται για βίωμα είτε για φόβο, είναι ένα είδος συγκολλητικής ουσίας που μπορεί να ενώσει ανθρώπους σε διαφορετικές εποχές και από διαφορετικούς τόπους.
Αυτή η κουβέντα μού ήρθε στον νου καθώς διάβαζα στο ρεπορτάζ της Κατερίνας Ροββά τη μαρτυρία της Ελένης Αναπνιώτη. Μα πού την έχω ξανακούσει; Η αναφορά στη Νύχτα των Κρυστάλλων μού θύμισε τις ιστορίες των Εβραίων. Από εκείνη τη φωτογραφία του σπαραγμού την άνοιξη του 1944, στην πλατεία των Ιωαννίνων, καθώς περίμεναν τα τρένα για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μέχρι το «Ουζερί Τσιτσάνης» του Σκαμπαρδώνη. Την έχω ξανακούσει σε παραλλαγές στις διηγήσεις των παππούδων μου από το Αϊβαλί που χώρεσαν σε έναν μπόγο το βιος πολλών γενεών. Την ξαναδιάβασα στη «Γαλήνη» του Βενέζη αλλά και στα «Τετράδια της Ανζέλ Κουρτιάν». Στα «Ματωμένα Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου. Την ξαναείδα στο φινάλε του «Βιολιστή στη Στέγη». Την αφουγκράστηκα στα παγωμένα βλέμματα που στοιχειώνουν τα ρεπορτάζ για τη Μόρια. Τη συλλάβισα σε εκείνον τον τοίχο στη Συρία που κάποιος έγραψε «Φεύγω αλλά πριν φύγω έκανα τα πάντα για να μείνω». Νομίζω ότι την αντιλαλεί ο αέρας στο Ελις Αϊλαντ στη Νέα Υόρκη. Είναι σαν να μου τη διηγήθηκαν τα παιδιά των θυρωρών που, στη δεκαετία του 1960, άφησαν τα χωριά τους για να ακολουθήσουν τους γονείς τους στα υπόγεια της Αθήνας. Και την τραγούδησα «Μια βραδιά στο Λεβερκούζεν».
Είναι οι μικρές ιστορίες των ανθρώπων που φτιάχνουν τη μεγάλη Ιστορία του Ανθρώπου. Με κοινό παρονομαστή την προσφυγιά που τους κάνει όλους συμπατριώτες. Διότι κοινή πατρίδα των προσφύγων είναι η κάθε μορφή βίας που τους ξεριζώνει από τον τόπο τους.