Το κλίμα παροχολογίας, ενόψει και της πρωθυπουργικής ομιλίας στη ΔΕΘ, σπεύδει να τροφοδοτήσει η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Εφη Αχτσιόγλου, προαναγγέλλοντας εν πολλοίς έναν κυβερνητικό σχεδιασμό που περνάει μέσα από ένα μπαράζ παροχών.
Με τη χθεσινή παρέμβασή της (Αθήνα 9,84), η Εφη Αχτσιόγλου επιβεβαίωσε την κυβερνητική πρόθεση για τη μη περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις και προανήγγειλε:
– Χορήγηση 13ης σύνταξης σε χαμηλοσυνταξιούχους.
– Μείωση των εισφορών για τους μη μισθωτούς (ελεύθερους επαγγελματίες – επιστήμονες).
– Αύξηση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα και κατάργηση του υποκατώτατου μισθού.
– Επέκταση των κλαδικών συμβάσεων εργασίας.
– Λήψη μέτρων για τη στήριξη των δικαιούχων σύνταξης χηρείας.
Σύμφωνα με την υπουργό Εργασίας, η μείωση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις δεν είναι αναγκαία ούτε δημοσιονομικά ούτε διαρθρωτικά, ενώ στην Ευρώπη διαμορφώνεται πολιτικά ευνοϊκό περιβάλλον προς την κατεύθυνση αυτή. Παράλληλα ανέφερε ότι σε τέσσερις μήνες θα υπογραφεί η υπουργική απόφαση για την αύξηση του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του υποκατώτατου, που ισχύει σήμερα για τους νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών.
Η Αχτσιόγλου κάλεσε συνδικάτα και εργοδότες να προχωρήσουν στην υπογραφή κλαδικών συμβάσεων εργασίας, επισημαίνοντας ότι αύριο θα εξεταστεί η επέκταση και άλλων συμβάσεων εργασίας. Σχολιάζοντας δε το ενδεχόμενο αναστολής της εφαρμογής μέτρων πρόνοιας προκειμένου να επιτευχθεί η διατήρηση των συντάξεων, ανέφερε ότι επετεύχθη ο στόχος του πλεονάσματος ύψους 3,5% και επιπλέον έχει δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος 750 εκατομμυρίων ευρώ για στοχευμένες κοινωνικές πολιτικές, τις οποίες θα προσδιορίσει ο Πρωθυπουργός στο πλαίσιο της ΔΕΘ.
Πρέπει να τονιστεί ότι την ίδια ώρα που η κυβέρνηση εξαγγέλλει την αύξηση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα (586 ευρώ) και την κατάργηση του υποκατώτατου (511 ευρώ, αφορά τους νέους έως 25 ετών), γιγαντώνεται η γενιά των φτωχών εργαζομένων, με μισθό 327 ευρώ (καθαρά), δηλαδή χαμηλότερο ακόμη και από το επίδομα ανεργίας (360 ευρώ). Πλέον ο ένας στους τρεις μισθωτούς στην Ελλάδα απασχολείται πλέον με μερική απασχόληση και μισθό – βοήθημα κάτω από το όριο της φτώχειας. Μπροστά σε αυτή την οδυνηρή πραγματικότητα η κυβέρνηση μιλάει για αύξηση λίγων ευρώ στους μισθούς, τη στιγμή που με τις αλλεπάλληλες μειώσεις του αφορολογήτου που ψήφισε – ήδη από το 2016 στα 8.636 ευρώ, ενώ από το 2020 στα 5.681 ευρώ, από 9.545 ευρώ το 2014 – όλοι οι χαμηλόμισθοι στη χώρα μας θα χάσουν έναν ολόκληρο μισθό.
Παράλληλα, οι συνταξιούχοι με τον νόμο Κατρούγκαλου έχουν συνολικές απώλειες ύψους 10 δισ. ευρώ με τις 22 περικοπές στις συντάξεις και τα επιδόματα, ενώ έχει ψηφιστεί η γνωστή περικοπή της προσωπικής διαφοράς από το 2019 μαζί με τη μείωση του αφορολογήτου από το 2020.
ΚΑΤΩΤΑΤΟΣ ΜΙΣΘΟΣ. Οσον αφορά την αύξηση του κατώτατου μισθού, σύμφωνα με πληροφορίες, σχεδιάζεται η αλλαγή του χρονοδιαγράμματος να ισχύσει μόνο για την πρώτη απόφαση και στη συνέχεια να ισχύσει κανονικά ο νόμος. Ετσι την πρώτη φορά η διαδικασία αναμένεται να ξεκινήσει τον Οκτώβριο και να ολοκληρωθεί τον Δεκέμβριο, ώστε ο νέος μισθός να ισχύσει από τον Ιανουάριο του 2019. Ακολούθως θα εφαρμοστεί κανονικά ο Νόμος 4172/2013 που προβλέπει πως ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ορίζεται από την κυβέρνηση ύστερα από διαδικασία διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους και τεκμηριωμένη συνεκτίμηση των πραγματικών δεδομένων και δυνατοτήτων της οικονομίας και της απασχόλησης (ύψος ανεργίας και αύξηση της απασχόλησης). Η διαδικασία προσδιορίζεται από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο κάθε έτους και δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για την τελική απόφαση του υπουργού Εργασίας. Την ευθύνη καθορισμού του κατώτατου μισθού με τη νέα διαδικασία έχει ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας, ο οποίος το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου κάθε έτους θα καταθέτει πρόταση νόμου με το ύψος του κατώτατου μισθού που θα ισχύσει το επόμενο έτος. Ως προς το ύψος της αύξησης, η κυβέρνηση φέρεται ότι έχει συμφωνήσει με τους δανειστές πως θα πρέπει να αποφευχθούν οι «υπερβολές». Για τον λόγο αυτόν οι τελευταίες δηλώσεις της αρμόδιας υπουργού αναφέρονται σε «προσεκτική αύξηση», η οποία μετά βίας προσδιορίζεται στα 20-30 ευρώ μηνιαίως.