Και ξαφνικά οι ευρωεκλογές μπήκαν στην ατζέντα. Στην Πειραιώς βάζουν τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη να ηγηθεί της συγκεκριμένης μάχης, με βασικό επιχείρημα ότι η επιλογή του αποδεικνύει πως και σε αυτή την κάλπη αποδίδουν σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά – παρότι θα μπορούσε να είναι ελαφρώς αδιάφορη, μιας και όλα δείχνουν πως την ίδια χρονιά θα μπούμε στο παραβάν και για εθνικές και για αυτοδιοικητικές. Στην Κουμουνδούρου, λένε κάποιοι, σκέφτονται μήπως πρέπει να επαναφέρουν τη λίστα για την Ευρωβουλή – επειδή και για εκείνους βαραίνουν οι ευρωκάλπες. Εντάξει, οι πιο κακοί θυμίζουν ότι η παρούσα συριζαϊκή ευρωομάδα ξεκίνησε με έξι μέλη και σήμερα μετρά τρία. Οπότε αν καθιερωθεί και πάλι η λίστα θα είναι μάλλον δύσκολο για όσους εκλεγούν με τη σημαία του ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξουν γνώμη στον δρόμο και να ανεξαρτητοποιηθούν. Η Φώφη Γεννηματά από την πλευρά της τάχθηκε, χθες, υπέρ της λίστας. Γιατί, λέει, το ισχύον εκλογικό σύστημα, στο οποίο ο υποψήφιος έχει εκλογική περιφέρεια όλη την επικράτεια, προϋποθέτει μεγάλα μπάτζετ.

Σκληρό σπορ

Το 2014 όσοι κυνήγησαν τον ευρωσταυρό απευθύνθηκαν σε 9.871.733 ψηφοφόρους, επισκεπτόμενοι στην ουσία 56 περιφέρειες σε 131.957 τετραγωνικά χιλιόμετρα για να κερδίσουν μια από τις μόλις 21 θέσεις στα έδρανα των Βρυξελλών. Αν μιλήσει κανείς με ορισμένους από αυτούς, οι απόψεις τους «στο ερώτημα σταυρός ή λίστα;» διίστανται. Υπάρχουν εκείνοι που με απρόσμενη ειλικρίνεια τάσσονται υπέρ της δεύτερης γιατί «άλλο να πέσει το ψηφοδέλτιο. Αλλο να πάει να βρει το όνομα στο ψηφοδέλτιο». Ή αυτοί που υποστηρίζουν ότι ο σταυρός ευνόησε «τους Αθηναίους, τους φραγκάτους και τους φωτογενείς». Υπάρχουν κι άλλοι που διατείνονται πως «συγκεντρώνοντας τόσο μεγάλο αριθμό σταυρών ο ευρωβουλευτής αποκτά δύναμη, αφού η μόνη δύναμη που έχει ο εκλεγμένος είναι οι εκλογείς του». Ο Γλέζος, π.χ., είχε πάρει 466.902 ψήφους. Ή όσοι επιμένουν ότι «αν διατηρηθεί το σύστημα, θα έρθουν οι εκλεγέντες ευρωβουλευτές, πιο κοντά στην εθνική, εκλογική τους βάση, με την άνεση της πενταετούς προετοιμασίας». Ολες οι επισημάνσεις έχουν λογική. Κι αν το δίλημμα παραμένει, δεν είναι η δημοκρατία ένα σκληρό σπορ;