Την ανοικτή επιστολή – επιστολή που δεν είναι τίποτα λιγότερο από κραυγή διαμαρτυρίας – συνέταξε ο πολεμικός ανταποκριτής του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων Σαμί Κετζ. Παραλήπτες είναι τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Και το αίτημα σαφές: αυτό που ζητάει είναι να προστατευτεί το έργο των δημοσιογράφων από τους κολοσσούς του Διαδικτύου, όπως η Google και το Facebook, που το εκμεταλλεύονται δωρεάν. Ο Σαμί Κετζ δεν είναι μόνος: την επιστολή του έχουν συνυπογράψει πολλοί δημοσιογράφοι. Και χθες στο Παρίσι συγκεντρώθηκαν περίπου 400 εκπρόσωποι του πολιτισμού, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Κώστας Γαβράς, για να ενώσουν τις φωνές τους με αυτές των δημοσιογράφων και να ζητήσουν την προστασία των πνευματικών τους δικαιωμάτων ενόψει της σχετικής ψηφοφορίας στο Ευρωκοινοβούλιο στις 12 Σεπτεμβρίου.

«Είναι ένα ζήτημα ζωής ή θανάτου» σημειώνει ο Σαμί Κετζ. Ξεκινά την επιστολή του με μια προσωπική ιστορία από τη Μοσούλη. Και συνεχίζει: «Εχοντας περάσει πέντε χρόνια διασχίζοντας απ’ άκρη σ’ άκρη την κατεστραμμένη από τον πόλεμο Συρία, κατά τη διάρκεια των οποίων πολλές φορές κινδύνευσα να χάσω τη ζωή μου από σφαίρες σκοπευτών σε ενέδρες ή από οβίδες έμπειρων πυροβολητών, μόλις είχα φτάσει στο Ιράκ για τρίτη φορά μετά την αμερικανική εισβολή του 2003. Για να είμαστε ακριβείς, στη διάρκεια των σαράντα χρόνων της σταδιοδρομίας μου έχω διαπιστώσει ότι ο αριθμός των δημοσιογράφων στο πεδίο δεν παύει να μειώνεται, ενώ οι κίνδυνοι δεν σταμάτησαν να αυξάνονται. Εχουμε γίνει στόχοι και τα ρεπορτάζ κοστίζουν όλο και πιο ακριβά. Εχει περάσει προ πολλού η εποχή που πήγαινα στον πόλεμο φορώντας σακάκι ή ένα πουκάμισο, με ένα μπλοκάκι στην τσέπη δίπλα στον φωτογράφο ή τον βιντεορεπόρτερ. Σήμερα χρειάζεσαι αλεξίσφαιρο γιλέκο και κράνος, θωρακισμένα οχήματα και μερικές φορές σωματοφύλακες για αποφυγή απαγωγών, καθώς και ασφαλιστική κάλυψη».

Εδώ ο πολεμικός ανταποκριτής θέτει ένα ερώτημα: ποιος σηκώνει αυτό το κόστος; Η απάντηση είναι απλή: τα ίδια τα μέσα ενημέρωσης. «Κι ενώ το κόστος είναι βαρύ, τα ΜΜΕ, που παράγουν το περιεχόμενο των ειδήσεων και που στέλνουν τους δημοσιογράφους τους να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους για να παράσχουν αξιόπιστη, πλουραλιστική και πλήρη ενημέρωση με όλο και πιο αυξανόμενο κόστος, δεν είναι αυτά που κερδίζουν. Αυτοί που αποκομίζουν τα κέρδη είναι οι ιστότοποι που χρησιμοποιούν το περιεχόμενο των ειδήσεων χωρίς να πληρώνουν. Είναι σαν εσείς να εργάζεστε και κάποιος τρίτος να επωφελείται με θράσος και ανέξοδα από το προϊόν της εργασίας σας. Από ηθική και δημοκρατική σκοπιά κάτι τέτοιο είναι αδικαιολόγητο».

Και όχι μόνο. Εχει και εργασιακό κόστος: «Πολλοί φίλοι μου σταμάτησαν να εξιστορούν τα γεγονότα γιατί τα ΜΜΕ στα οποία εργάζονταν έκλεισαν ή δεν μπορούν πλέον να τους πληρώσουν. (…) Για μεγάλο χρονικό διάστημα, τα ΜΜΕ υπέμειναν προτού να αντιδράσουν, προσπαθώντας περισσότερο να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες παρά τα αίτια. Λόγω έλλειψης χρημάτων, δημοσιογράφοι απολύονται φτάνοντας μερικές φορές σε επίπεδα γελοία: υπάρχουν σήμερα εφημερίδες σχεδόν χωρίς δημοσιογράφους. Πλέον τα ΜΜΕ ζητούν τα δικαιώματά τους προκειμένου να μπορούν να συνεχίσουν να πληροφορούν. Ζητούν οι παραγωγοί του περιεχομένου να έχουν συμμετοχή στα εμπορικά κέρδη, είτε είναι ΜΜΕ είτε καλλιτέχνες. Αυτά είναι τα “συγγενικά δικαιώματα”. Και βέβαια πρέπει να σταματήσουμε να χάβουμε τα ψέματα που διαδίδουν Google και Facebook ότι τάχα η οδηγία για τα “συγγενικά δικαιώματα” απειλεί το δωρεάν Ιντερνετ. Οχι. Το δωρεάν Διαδίκτυο θα συνεχίσει να υπάρχει γιατί οι γίγαντες του δικτύου, που βρίσκουν ΔΩΡΕΑΝ σήμερα το περιεχόμενο των άρθρων και απολαμβάνουν συνεπώς τα διαφημιστικά έσοδα, μπορούν να αμείβουν τα ΜΜΕ χωρίς να χρειάζεται να πληρώνουν οι καταναλωτές».

Μα μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο; Ασφαλώς: «Το Facebook είχε κέρδη 16 δισ. δολάρια το 2017 και η Google 12,7 δισ. δολάρια. Πρέπει πολύ απλά να πληρώσουν το μερίδιό τους. Ετσι, και τα ΜΜΕ θα επιβιώσουν, και αυτοί θα συμμετέχουν στον πλουραλισμό και στην ελευθερία του Τύπου, αρχές τις οποίες λένε ότι υποστηρίζουν. Είμαι πεπεισμένος ότι οι βουλευτές, που έχουν παραπλανηθεί από λομπίστες, έχουν πλέον καταλάβει ότι το διακύβευμα δεν είναι το δωρεάν Διαδίκτυο. Το ζήτημα είναι η υποστήριξη της ελευθερίας του Τύπου. Διότι, αν οι εφημερίδες δεν έχουν πλέον δημοσιογράφους, η ελευθερία την οποία υποστηρίζουν οι βουλευτές ανεξαρτήτως πολιτικής ταυτότητας θα πάψει να υπάρχει».

Διαφορετικά, λέει ο Σαμί Κετζ, η δημοσιογραφία θα εξαφανιστεί. Και καταλήγει: «Καθημερινά, δημοσιογράφοι σε όλο τον κόσμο ερευνούν κάθε πλευρά της επικαιρότητας προκειμένου να πληροφορήσουν τους πολίτες. Κάθε χρόνο, οι πιο θαρραλέοι, οι πιο άφοβοι, οι πιο ταλαντούχοι δημοσιογράφοι βραβεύονται για τη δουλειά τους. Δεν πρέπει αυτή η αφαίρεση δικαιωμάτων, που απογυμνώνει τα ΜΜΕ από τα έσοδα που δικαιούνται, να καταλήξει μια μέρα στο να καταργηθούν τα βραβεία λόγω έλλειψης υποψηφίων που δεν είχαν τα μέσα να πάνε στο πεδίο. Είναι η στιγμή να αντιδράσουμε. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει μαζικά να ψηφίσει υπέρ της εφαρμογής των “συγγενικών δικαιωμάτων” των επιχειρήσεων ΜΜΕ. Για να συνεχίσει να υπάρχει η δημοκρατία και ένα από τα πιο σημαντικά σύμβολά της: η δημοσιογραφία».