Αυστηρή προειδοποίηση προς την ελληνική κυβέρνηση αφενός να τηρήσει τις συμφωνίες και αφετέρου να μην προχωρήσει σε υποσχέσεις για παροχές πριν συνεννοηθεί με τους επικεφαλής των θεσμών, που φτάνουν στην Αθήνα τη Δευτέρα, απευθύνουν οι Βρυξέλλες λίγες ώρες πριν ο Πρωθυπουργός προχωρήσει σε εξαγγελίες από το βήμα του Βελλιδείου στη Θεσσαλονίκη. Αλλωστε, όπως επισημαίνουν, τον τελευταίο λόγο στις όποιες αποφάσεις θα έχουν οι εταίροι στο Eurogroup, το οποίο θα αξιολογήσει τις εκθέσεις ελέγχου των θεσμών.
Την ίδια ώρα επιφανείς οικονομολόγοι διαμηνύουν, λαμβάνοντας υπόψη τις αδυναμίες της χώρας και την επιδείνωση εξωγενών κινδύνων, οι οποίοι προκαλούν νευρικότητα στις αγορές, ότι η Αθήνα έχει δύσκολο δρόμο να διανύσει λόγω των δεσμεύσεων όπως είναι τα υψηλά πλεονάσματα, ενώ επισημαίνουν ότι προέχει η ενίσχυση της οικονομίας και όχι η παροχολογία, η οποία δεν βοηθάει στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης.
Υπενθυμίζοντας κατηγορηματικά ότι για την έξοδο της Ελλάδας από τα προγράμματα συνέβαλε η ανάληψη δεσμεύσεων και μάλιστα έναντι των υπόλοιπων εταίρων της ευρωζώνης, ευρωπαίος αξιωματούχος δηλώνει στα «ΝΕΑ» ότι «είναι ξεκάθαρο πως υπάρχουν συγκεκριμένες συμφωνίες με την Ελλάδα στο πλαίσιο των προγραμμάτων διάσωσης, οι οποίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο τόσο για το κλείσιμο μου προγράμματος όσο και στο να συμφωνήσουν τα υπόλοιπα μέλη της ευρωζώνης στα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους».
Παράλληλα, ο ίδιος αξιωματούχος επισημαίνει ότι στη μεταπρογραμματική περίοδο και ενόψει της πρώτης αποστολής των επικεφαλής των θεσμών τη Δευτέρα στην Αθήνα «τα ζητήματα, που επιδιώκει να θέσει η ελληνική κυβέρνηση, θα πρέπει να τεθούν στο πλαίσιο της πρώτης μεταπρογραμματικής αποστολής των θεσμών», ενώ συμπληρώνει ότι οι όποιες εξελίξεις «θα εξαρτηθούν από τη συνολική κατάσταση και τη συνολική αξιολόγηση που θα κάνουν οι θεσμοί, την οποία θα παρουσιάσουν στο Eurogroup».
Ποιο είναι το μήνυμα; Πρώτον, ότι στις Βρυξέλλες αναμένουν τήρηση των δεσμεύσεων και δεύτερον, ότι οποιαδήποτε πρόθεση για παροχές της κυβέρνησης θα πρέπει να περάσει από το διπλό κόσκινο, αφενός των θεσμών και αφετέρου των υπουργών Οικονομικών της Ευρωομάδας. Οι ευρωπαίοι εταίροι άναψαν το πράσινο φως για την ελάφρυνση του χρέους με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων. Μάλιστα, πηγές στις Βρυξέλλες επισημαίνουν ότι το ενδεχόμενο μη τήρησης δεσμεύσεων και ιδίως της ακύρωσης ή αναστολής των περικοπών στις συντάξεις, βρίσκει αντίθετες ορισμένες χώρες της ευρωζώνης.
ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ. Οπως επεξηγεί ο Ματίς Γιούργκεν, επικεφαλής διεθνών οικονομικών στο Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο (IW), «η επιδίωξη να προσαρμοστούν σημαντικές λεπτομέρειες του προγράμματος αμέσως μετά την έξοδο από τα προγράμματα είναι ένας δύσκολος δρόμος χωρίς την έγκριση των εταίρων της ευρωζώνης και των θεσμών, γιατί τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους και ενδεχομένως επιπλέον μέτρα, που μπορεί να αποφασιστούν αργότερα, προϋποθέτουν ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων».
Οι θεσμοί έρχονται στην Αθήνα με διάθεση να συνδιαμορφώσουν με την ελληνική κυβέρνηση το προσχέδιο του προϋπολογισμού της επόμενης χρονιάς, στο οποίο θα αποτυπωθεί αν υπάρχει δυνατότητα για πολιτικές παροχών. Κρίσιμο ρόλο στην αξιολόγηση και την ευελιξία, που ενδεχομένως θα επιδείξουν οι θεσμοί, θα παίξει όχι μόνο το αν υπάρχει δημοσιονομικό περιθώριο, κάτι που φαίνεται ότι είναι εφικτό, αλλά και η «συνολική εικόνα» της ελληνικής οικονομίας.
Είναι χαρακτηριστική η δήλωση στα «ΝΕΑ» του διευθυντή του think tank των Βρυξελλών CEPS Ντάνιελ Γκρος, σχολιάζοντας αν υπάρχουν περιθώρια αναστολής του μέτρου των περικοπών των συντάξεων: «Οι περικοπές είναι αναγκαίες διότι η οικονομία δεν αναπτύσσεται για να δημιουργήσει αξιοπρεπές εισόδημα, το οποίο θα μπορούσε τότε να αναδιανείμει η κυβέρνηση. Αντί να ασχολείται η κυβέρνηση με τις συντάξεις θα πρέπει να επικεντρωθεί στην οικονομική ανάπτυξη, την άνοδο των εξαγωγών και την προσέλκυση επενδύσεων».
Από την πλευρά του ο Τομά Πικετί αποφεύγει να απευθύνει ευθέως συστάσεις προς την ελληνική κυβέρνηση, αλλά σημειώνει ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει ανακάμψει και δηλώνει αντίθετος στα υψηλά πλεονάσματα, πόσω μάλλον στα υπερπλεονάσματα, που επιδιώκει η κυβέρνηση για να διασφαλίσει δημοσιονομικό περιθώριο παροχών. Παράλληλα, ο γάλλος οικονομολόγος υποδεικνύει εμμέσως πλην σαφώς ότι προέχουν οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις και οι πολιτικές ενίσχυσης της απασχόλησης ανάμεσα στους νέους. «Η ΕΕ δεν έπρεπε να έχει ζητήσει από την Ελλάδα πρωτογενή πλεονάσματα μεγαλύτερα από ένα χαμηλό επίπεδο, γύρω στο 0,5% του ΑΕΠ, για τις επόμενες δεκαετίες, τουλάχιστον όσο η χώρα δεν έχει καταφέρει να ανακάμψει, μέσω κυρίως υψηλότερων δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και υψηλότερης απασχόλησης ανάμεσα στους νέους» δήλωσε ο Πικετί στα «ΝΕΑ».
Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ανησυχούν, εξάλλου, για τον αντίκτυπο που θα έχει πιθανή μη τήρηση των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων της Ελλάδας στην αξιοπιστία της χώρας έναντι των αγορών, κρίνοντας ότι δεν υπάρχουν περιθώρια να δοθεί αρνητικό σήμα στις αγορές, όταν μάλιστα υπάρχουν αυξημένοι εξωγενείς κίνδυνοι οι οποίοι προκαλούν νευρικότητα στις χρηματαγορές. Οπερ και επισημαίνουν την ανάγκη συνεννόησης με τους θεσμούς, ώστε οι έλεγχοι και η έκθεση, που θα καταρτίσουν οι θεσμοί και θα δημοσιοποιηθεί το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου, να δίνουν θετικό σήμα στις αγορές ότι η Ελλάδα βρίσκεται στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων.
Το εξωτερικό περιβάλλον με τους κινδύνους που εγκυμονούν οι εξελίξεις στις γειτονικές μας χώρες – Τουρκία, Ιταλία – αλλά και στις αναδυόμενες αγορές με ηχηρότερο παράδειγμα την Αργεντινή δεν διευκολύνουν τις εξελίξεις. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του γάλλου οικονομολόγου Ζαν Πολ Φιτουσί στα «ΝΕΑ» ότι «το διεθνές κλίμα, όπως διαμορφώνεται σήμερα, δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που είχαμε ότι θα συνέβαλλε θετικά στην ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας και θα βοηθούσε την Ελλάδα στον δρόμο εκτός των Μνημονίων». Ο γάλλος καθηγητής της φημισμένης Sciences Po Paris, παρότι θεωρεί ότι η Ελλάδα χρειάζεται μέτρα κοινωνικής πολιτικής, εκτιμά ότι «η χώρα έχει μπροστά της έναν δύσκολο δρόμο».