Μια αψιμαχία που ξέσπασε σε ένα τηλεοπτικό πάνελ πριν από μερικές μέρες κατέληξε να είναι η πρώτη προσωπική πολιτική δοκιμασία της αναπληρώτριας εκπροσώπου Τύπου της ΝΔ, Σοφίας Ζαχαράκη. Παράλληλα όμως δοκιμάστηκαν και πολλά από τα αυτονόητά μας.

Η υπόθεση είναι πλέον γνωστή: κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής συζήτησης, στην οποία η Σοφία Ζαχαράκη σχολίαζε δημοσιεύματα της εφημερίδας του Κώστα Βαξεβάνη, που αφορούσαν συνεργάτη και συγγενή του Κυριάκου Μητσοτάκη, η αναπληρώτρια εκπρόσωπος Τύπου είπε πως ο δημοσιογράφος και εκδότης έχει, στο παρελθόν, καταδικαστεί από τη Δικαιοσύνη για συκοφαντική δυσφήμηση. Ο Βαξεβάνης παρενέβη τηλεφωνικά για να επισημάνει πως έχει αθωωθεί τελεσίδικα και της ζήτησε, με μάλλον έντονο ύφος, να απολογηθεί και να αποσύρει το σχόλιο.

Η ιστορία θα έπρεπε να τελειώσει στο σημείο αυτό, αλλά η Σοφία Ζαχαράκη τότε διέπραξε το πρώτο σημαντικό λάθος της. Διότι αυτό που προηγήθηκε θα μπορούσε κανείς να πει ότι ειπώθηκε εκ παραδρομής, πάνω στην ένταση της αντιπαράθεσης του κόμματός της με τον συγκεκριμένο δημοσιογράφο, για τους όρους της οποίας δεν είναι υπεύθυνη αυτή προσωπικά αλλά αυτός έχει βάλει σίγουρα την υπογραφή του.

Ας είμαστε λιγάκι ειλικρινείς: τέτοια λάθη έχουν γίνει πολλές φορές από πολλούς, ακόμη και εμπειρότερους από την εκπρόσωπο. Ενίοτε δεν είναι καν λάθη και γίνονται εκ του πονηρού. Στον δημόσιο διάλογο, λέξεις όπως «καταδικασμένος», «υπόδικος», «ύποπτος», «εγκληματίας», χρησιμοποιούνται βουλιμικά από διάφορους ποιητές της πολιτικής αντιπαράθεσης και της δημοσιογραφίας. Και μαζί με τη βαρύτητα και την πραγματική τους έννοια, σμπαραλιάζονται κάθε τρεις και λίγο ο νομικός πολιτισμός, οι κανόνες του Δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα και άλλα όμορφα πράγματα που στον πολιτισμένο κόσμο δεν είναι α λα καρτ. Δεν είναι, άλλωστε, λίγες οι καταδίκες της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τέτοιες δημόσιες αναφορές. Μερικοί λοιπόν δεν δικαιούνται να το παίζουν σκανδαλισμένες παρθένες.

Το πρώτο σημαντικό λάθος της Σοφίας Ζαχαράκη ήταν λοιπόν ακριβώς αυτό, ότι δεν άρπαξε την ευκαιρία να αποδείξει πως αυτή, μια νέα γυναίκα στην πολιτική, είναι καλύτερη από όλο αυτό. Καλύτερη από αυτούς που της κάνουν σήμερα μαθήματα ταπεινότητας και πολιτισμού. Αντ’ αυτού, δυστυχώς, δεν ανακάλεσε. Κάπου εκεί ξεκίνησε ο δεύτερος γύρος προσβολής των αυτονόητων.

Ο εκδότης κατέθεσε και αγωγή και μήνυση εναντίον της και ξαφνικά ένα απόγευμα έγινε γνωστό το αδιανόητο πως η αναπληρώτρια εκπρόσωπος Τύπου της αξιωματικής αντιπολίτευσης καταζητείται προκειμένου να συλληφθεί. Η Ζαχαράκη δεν είναι ιδιώτης κι αυτό, όπως δεν μπορεί να είναι δικαιολογία για την ίδια, δεν μπορεί να λέγεται υποκριτικά κι από όσους φαντασιώνονται χειροπέδες. Ο πολιτικός λόγος κι αντιπαράθεση θωρακίζονται μόνο από όσους μετέχουμε σε αυτόν και πρέπει να μας είναι, δυστυχώς, και δυσάρεστοι, να ξεβολεύουν κι εμάς τους ίδιους. Το νομικό οπλοστάσιο έχει εργαλεία για να αποφευχθούν κάποιοι συμβολισμοί, για το καλό όλων. Είναι θέμα επιλογής. Στη βάση αυτή πολλοί υπερασπίστηκαν τη Σοφία Ζαχαράκη, ακόμη και κάποιοι που αναγνώρισαν ότι είχε κάνει ένα σημαντικό λάθος. Εκτός από τα λάθη άλλωστε, όλοι οι άνθρωποι κρινόμαστε και για τις επιλογές μας. Καθημερινά.

Η Σοφία Ζαχαράκη φαίνεται να το γνωρίζει αυτό. Σε παλαιότερη συνέντευξή της, όταν πολύς κόσμος ακόμη απορούσε ποια είναι αυτή η πρωτοεμφανιζόμενη αναπληρώτρια εκπρόσωπος της ΝΔ, είχε αναγνωρίσει πως ο προφορικός λόγος ενέχει παγίδες και πως πιθανότατα θα κάνει λάθη. Συμπαθής ακόμη και σε όσους δεν μοιράζονται τις φιλελεύθερες απόψεις και την κομματική της στράτευση, αποτελεσματική χωρίς αχρείαστα υψηλούς τόνους, η παρουσία της χαιρετίστηκε από ανθρώπους που πιστεύουν πως είναι πάντοτε ευχάριστη η ανανέωση όλων, ανεξαιρέτως, των δημοκρατικών κομμάτων, με ανθρώπους που μπορούν να αντιπαρατεθούν χωρίς κραυγές και χαρακτηρισμούς.

Με καταγωγή από την Ευρυτανία, καλές σπουδές και επαγγελματική προϋπηρεσία ως καθηγήτρια αγγλικών, στη δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση, και, αργότερα, ως αποσπασμένη υπάλληλος στα υπουργεία Ανάπτυξης και Παιδείας, η Σοφία Ζαχαράκη είναι πολιτικοποιημένη από τα νεανικά της χρόνια. Δηλώνει φιλελεύθερη και ανάμεσα στις πρώτες πολιτικές επιρροές της αναφέρει το μυθιστόρημα «Κοντά στον Ουρανό» της Αϊν Ραντ (να ταυτίστηκε άραγε με τον ήρωά του, τον Χάουαρντ Ρόαρκ;).

Η ανάδειξή της στην κεντρική πολιτική σκηνή θεωρείται προσωπική επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη. Δεν πιστεύει πως το φύλο πρέπει να έχει σημασία στην αξιολόγηση των προσόντων αλλά αναγνωρίζει πως για τις γυναίκες τα πράγματα είναι γενικώς πιο δύσκολα, αν και μας θεωρεί πιο πρακτικές. Αντιλαμβάνεται τον συμβολισμό της επιλογής της, λόγω του φύλου και της γενιάς της, αλλά απαντά πως επιθυμεί να βάλει ουσία στον συμβολισμό με τη δουλειά και τα προσόντα της. Διακρίνεται για την ψυχραιμία της, αν και παραδέχεται ότι μπορεί να τη χάσει «μόνο για τον Παναθηναϊκό». Αυτή την ψυχραιμία αρκούσε να ενεργοποιήσει για να έδινε μια απάντηση που δεν θα άλλαζε κάτι από τη θέση του κόμματός της απέναντι στη δημοσιογραφία του Κώστα Βαξεβάνη (πώς θα γινόταν άλλωστε;), αλλά θα ανακαλούσε την αναφορά σε τελεσίδικες καταδίκες.

Μια άμεση αναγνώριση του λάθους της, σε μια εποχή που ο υπεύθυνος, θεσμικός, πολιτικός λόγος τείνει να εκλείψει δεν θα ήταν ένδειξη αδυναμίας ούτε θα δικαίωνε τις πρακτικές του αντιπάλου. Το αντίθετο. Θα είχε καταχειροκροτηθεί.