Η ακαδημαϊκός και πολυμεταφρασμένη ποιήτρια Κική Δημουλά είναι πάνω από όλα μια απολαυστική συνομιλήτρια. Μετρ στους ορισμούς και δεινή χειρίστρια της γλώσσας, αποτελεί τις τελευταίες δεκαετίες μία από τις πιο δημοφιλείς λογοτεχνικές φωνές, αφού κατάφερε να διεισδύσει σε ένα πιο μαζικό κοινό εμπλουτίζοντας την ίδια τη λειτουργία της ποίησης με την πιο ιερή της σημασία και όπως αυτή αποτυπώνεται στην περίφημη ρήση της ιταλικής ταινίας «Ο ταχυδρόμος» («Il postino»): «Η ποίηση δεν ανήκει σε αυτούς που τη γράφουν, αλλά σε αυτούς που την έχουν ανάγκη». Και η ποίηση της Δημουλά είναι παρηγορητική και ιαματική για αυτούς που τη διαβάζουν, χωρίς βέβαια να δίνει λύσεις ή απαντήσεις, αλλά αναδιατυπώνοντας όλα αυτά τα ερωτήματα που περίτεχνα ξέρει να θολώνει η εφήμερη καθημερινότητα. Η μεγάλη ποιήτρια μιλάει για όλα: για το καλοκαίρι που εκπνέει, την έμπνευση, την αγάπη, τον έρωτα, τον θάνατο, τον χρόνια σύζυγό της Αθω.
 
Κυρία Δημουλά, τι κάνετε αλήθεια εν μέσω παρατεινόμενου θέρους;
Θα ήταν πιο αποτελεσματικό ή πιο ενδιαφέρον αν μπορούσατε να ρωτήσετε το καλοκαίρι πώς εκείνο περνάει μαζί μου, πώς ανέχεται να είμαι μια εκμηδένισή του, καθώς ονειρεύομαι ή ξυπνώ τελείως στεγνή, χωρίς να υπάρχουν ίχνη από σταγόνες θαλερής θάλασσας, εκείνης που τώρα έχει αποξηρανθεί ακόμα και ως ανάμνηση. Για να είμαι κάπως πιστή στην αδυναμία μου να ρυθμίζω με ψυχραιμία τον θερμοστάτη του χαρακτήρα μου, θα ομολογήσω ότι από κάπου έμπαινε πάντα στα καλά καθούμενα – καλοκαιριάτικα – κρύος αέρας σαν σπρωγμένος από μια νοσηρή βιασύνη μου να επισπεύσω το δυσάρεστο, αφού κάθε προσπάθεια να το αποφύγω είχε ηττηθεί από την πολεμοχαρή επίγνωση και τη νικήτρια, σχεδόν πάντα, πείρα.
Και πώς περνάτε τον καιρό σας;
Δεν βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα της θάλασσας στο σώμα μου. Αυτά τα σκούρα κάπως σημάδια που φαίνονται στο δέρμα μου είναι οι παλιές νεανικές φωτογραφίες που έβγαλα με τον ήλιο να ανατέλλει και να μεσουρανεί κατάσαρκα. Και τούτη δω η τελευταία φωτογραφία που διστάζοντας με φιλοξενεί απαθανατίζει τα σφριγηλά – τότε – εγκαύματα του ήλιου. Επομένως περνάω εκείνον τον καιρό μου φιλοξενώντας τον μαζί με το νεφελώδες παρόν του. Για να πω την αλήθεια, κάνει φιλότιμες προσπάθειες και η ανάμνηση να μας ξεγελά σαν να είναι παρόν, αλλά ξαφνικά εμφανίζεται η κληρονόμος της αναπόλησης, η διαβόητη ως καταχράστρια της απουσίας: η λήθη. Ο,τι έχει απομείνει της το δίνουμε. Λιτοδίαιτη ευτυχώς η αυτοσυντήρηση.
Αλήθεια, με τόση αναγνωρισιμότητα και δημοφιλία, σας προσεγγίζουν νεότεροι να σας γνωρίσουν και ίσως και να σας ζητήσουν γνώμη ή συμβουλή για τη μοναξιά ή τον έρωτα;
 
Οσο για τον έρωτα και τη μοναξιά, δεν ξέρουμε με βεβαιότητα τίνος παιδιά είναι. Λέγεται πάντως μετ’ επιτάσεως ότι ο έρωτας είναι ένας αυτοδημιούργητος βασανισμός, μετεκπαιδεύτηκε ως ψυχίατρος – όχι, όχι στο εξωτερικό, εδώ, εδώ, στο πολύ εσωτερικό μας – κι έχει μεγάλη πελατεία που του την προμηθεύει ευχαρίστως η μοναξιά γιατί η ίδια, ως γνωστόν, φοβάται τον κόσμο – χαμός, ουρές σχηματίζονται. Ως προς τον συνωστισμό αναγνωστών, θαυμαστών, εκτός του ότι από ευγένεια ίσως υπερβάλλετε, θα πω ότι απλώς μερικοί αναγνώστες ίσως εκλαμβάνουν το αδιέξοδο ως ικανότητα. Εν μέρει είναι, γίνεται, καθώς εν αγνοία σου διεγείρει για να σωθεί ένα από τα χιλιάδες κύτταρα που προορίζονται να προστατεύουν την επιβίωσή σου από το μέγα αρπακτικό που είναι η πλήξη. Πιο πιθανόν οι άνθρωποι να βλέπουν την ποίηση ως μια σωτήρια παρανομία εις βάρος της νομοταγούς πραγματικότητας και προς όφελος της πλάνης που είναι πολύ συμφεροντολόγος.
Τι πιστεύετε πως έκανε τόσο επιδραστική και δημοφιλή την ποίησή σας;
Ισως επειδή το κάθε ποίημα με ανακήρυσσε – το θέμα του, εννοώ – υποψήφια ηττημένη. Θεωρώ τη λύπη ένα προειδοποιητικό σύμπτωμα μελλούμενης ήττας.
Μήπως επετεύχθη μια αποσπασματική χρήση στίχων σας στην εποχή που ο κόσμος δεν διαβάζει πολύ και αυτό υπήρξε επιζήμιο για τα νοήματα που επιχειρείτε;
 
Οση παρερμηνεία κι αν υφίστανται τα νοήματα στην ποίηση, αυτό δεν επηρεάζει τη γονιμότητά της. Ισως όλες σχεδόν οι φιλόδοξες λειτουργίες εμπιστεύονται τη βεβαιότητά τους και μετά ανακαλύπτουν ότι τους εξαπάτησε η παρανόηση. Αλλά για να μην είμαστε άδικοι, μια βιοπαλαίστρια είναι και η παρανόηση. Απλώς κρύβει ότι συχνά κερδίζει περισσότερα από όσα η κατανόηση και το λιτοδίαιτο σαφές.
Ακούω όλο και συχνότερα τη φράση «ποίηση είναι» για να προσδώσουμε υψηλά στοιχεία σε θνητές πράξεις, π.χ. «είναι ποίηση ο μουσακάς σου».
Οσο για τα νοήματα, πιστεύω ότι αποκτούν κύρος εάν επιλέγουν ως εκφραστές τους τις λιγότερο εφθαρμένες από τη συχνή και αβασάνιστη χρήση λέξεις. Το νόημα ασκεί το δικαίωμά του να είναι δυσδιάκριτο για να παρατείνεται η διερεύνησή του και να θριαμβεύει η φιλόδοξη μυστικότητά του. Καταλήγω ότι τίποτα δεν αποκλείει μια λανθασμένη ερμηνεία του ποιήματος να ανεβάζει την ποιότητά του. Κι αν αίφνης ακουστεί κλάμα του ρυθμού, τότε σημαίνει πως η διάταξη των λέξεων επαναστατεί για την κακομεταχείριση που υφίσταται. Κι ακόμα, αν ακουστεί ο γδούπος μιας πτώσης, σημαίνει πως κάποιος στίχος ήταν τόσο απρόσεκτος που έπεσε στον λάκκο της εκμηδένισής του, παρασύροντας και τα πέριξ γιατί δεν είχαν την προστατευτική στήριξη της σύνθεσης.
Δηλαδή;
Πιστεύω πως έχει τους μυστικούς κώδικές της η στερεότητα ακόμα και της φαντασίωσης, με αποτέλεσμα τη σκανδαλώδη και έντονη ομοιότητά της με το θείον. Ωστόσο, αν και είμαι ευλαβώς διστακτική να ορίσω ποιο δρομολόγιο, διαφορετικό κάθε φορά, ακολουθεί η δημιουργία και ποιος το υποδεικνύει ως κατάλληλο, καταλήγω – με επιφύλαξη βέβαια – ότι πολλά ποιήματα οφείλουν τη ζηλευτή ποιότητά τους σε μια ταλαντούχα τυχαιότητα. Κι ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι η ίδια η ποίηση είναι ένας άγρυπνος φρουρός της πολυτιμότητάς της για να μην εισβάλλουν οι αντιγραφείς της γοητείας που ασκεί, ως ένα ιδιαίτερα ένσαρκο άυλο.
Αλήθεια, ποίηση γράφουν οι ευτυχισμένοι;
Φαίνομαι για ευτυχισμένος άνθρωπος; Θα το θεωρούσα μεγάλη διαστροφή, ευτυχισμένος άνθρωπος να απαρνηθεί την αμεριμνησία του για να ψάχνει μέσα σ’ αυτόν τον κάδο που περιστρέφονται όλες οι μολυσμένες σιωπές και τα βλαβερά αναπάντητα μήπως βρει αμόλυντη προφητεία ότι γεννήθηκε για ποιητής. Ποιος ευτυχισμένος θα ήθελε να βλάψει την αμεριμνησία του εισχωρώντας ή και κατανοώντας το φοβιστικό απύθμενο; Και γιατί να πάμε σ’ ένα τόσο μακρινό ερώτημα; Υπάρχει και εγγύτερο, όπως: υπάρχουν ευτυχισμένοι άνθρωποι; Κι αν ναι, γνωρίζει κανείς ότι υπάρχουν και δυστυχισμένοι; Ισως παλιάς ξεπερασμένης μόδας ερώτημα, κυρίως ρομαντικό.
 
Η ποίηση μπορεί να δώσει απαντήσεις ή διατυπώνει πιο καλά τα ερωτήματα;
 
Η ποίηση είναι ένα αγωνιώδες ερωτηματικό και περιμένει εκείνον τον ποιητή που θα απαντήσει. Και καθόλου δεν υποπτεύεται ότι και ο ποιητής, όταν γράφει, στο χάος της προσωρινότητάς του περιπλανάται ρωτώντας. Η ποίηση κι αν είναι που ζητάει απεγνωσμένα απαντήσεις! Ενώ εκείνη η ίδια τις έχει όλες μαντρωμένες σ’ ένα στρατόπεδο νομοταγούς ατμόσφαιρας ώσπου να εισβάλουν αποφασιστικοί οι νέοι επαναστάτες τρόποι του Λόγου, όπου ναι μεν με μικροσυγκρούσεις και αντιπαλότητες, αλλά εν τέλει συμφιλιώνονται, συνεργάζονται και διαιωνίζουν το σωτήριο, το άτρωτο, το αναγκαίο… Να και κάτι που δεν φθείρεται: η ανάγκη.
Τελικά, εσείς από πού αντλείτε έμπνευση; 
 
Από πού αντλώ έμπνευση; Μάλλον από τη… γόνιμη τελικά έλλειψή της. Ας μην ξεχνάμε την επιρροή των ονείρων στο να καθίστανται τα ανύπαρκτα σε υπαρκτά. Για λίγο, θα μου πείτε, όσο να γονιμοποιηθεί η πλάνη. Λίγο είναι; Εμπνευση αντλώ από την έλλειψη εμπνεύσεως και μη θεωρηθεί αυτό εξυπνακίστικη υπεκφυγή. Αυτό που δεν έχουμε κι αυτό που δεν είμαστε μας επαληθεύει κι αυτό που θα θέλαμε να είμαστε μας δίνει μια θηριώδη επιμονή που υποπτεύομαι ότι έρχεται μέσω της ανεκπλήρωτης επιθυμίας να είμαστε αθάνατοι.
 
Κυρία Δημουλά, μας τρώνε οι έγνοιες οι καθημερινές. Πιεζόμαστε από πολλά. Τι βλέπετε ως νόημα στη ζωή;
Απελπιστικά θνητό το νόημα. Δεν νομίζω ότι εκτός από τη ζωή πεθαίνει τίποτε άλλο τόσο απόλυτα. Αν μου πείτε «μα υπάρχει και η άλλη ζωή», θα απαντήσω ότι κι αυτή την εκμεταλλεύεται ασυγχώρητα η άγνοια και μερίδιο δεν μας έχει δώσει. Ας είναι καλά η φιλοσυγγενής πίστη. Τι βλέπω εγώ ως νόημα ή μάλλον ως χρέος της ζωής; Να πείσει τον Θεό ότι είναι σκανδαλώδης η εξουσία που έδωσε στον θάνατο να αφανίζει την ύπαρξη, ότι δεν συμφέρει και τον ίδιο τον δημιουργό μας να χαθεί η επιβίωση, που είναι προϋπόθεση για την αθανασία της πίστης μας σε εκείνον. Να ελπίσω ότι επιζεί τουλάχιστον το άυλο.
Μπανάλ ή γκοτέσκα ερώτηση, αλλά έχει, νομίζω, βάση: σκέφτεστε, φοβάστε, τον θάνατο;
 
Αχ, αγαπητέ κύριε Μανιάτη, το βρίσκετε αναγκαίο να ομολογήσω πόσο φοβάμαι τον θάνατο; Αραγε νιώθει μοναξιά αυτός ο φόβος μου ή τον συντροφεύει η στενή συγγενής του… η ανθρωπότητα; Αυτό που με εξαγριώνει κυριολεκτικά είναι το ανενόχλητο που νέμεται ο θάνατος, κανείς δεν προφταίνει να τον αποκαλέσει εκμεταλλευτή της αφελούς υπάρξεως, κι εγώ βέβαια θα τον υποστώ χωρίς να προφτάσω να τον αποκαλέσω κλέφτη της φύσης, η οποία μάλλον από μεγάλη εμπιστοσύνη στα αναπόφευκτα αφήνει την ύπαρξή μας ξεκλείδωτη και μπαίνει αυτός ο ασυνείδητος και τη ρημάζει. Και γιατί; Για να ισχυροποιείται βέβαια το άπληστο και άκρως ανήθικο ευθυνόφοβο ανεξήγητο.
Τελικά η ποίηση αλλάζει ανά εποχή ή υπάρχει μια πάγια φόρμα ή χάραξη αμετάβλητη; 
Οσο για την ποίηση, νιώθει ασφαλής, επειδή κανείς ορισμός ούτε την αποδίδει, ούτε την περιορίζει, ούτε της απαιτεί να γίνει ευκόλως κατανοητή, ώστε να τη διαβάζει και η καθημερινότητα.
«Ο Αθως μού έδωσε τη δύναμη να είμαι»
Διαβάζει ο κόσμος σήμερα ποίηση;
Αραγε θα ήθελε και θα την ωφελούσε να είναι τόσο ευρεία και τόσο αναλυτική η κυκλοφορία της όσο μιας καθημερινής εφημερίδας;
Σας λείπει ο Αθως Δημουλάς και τι κρατάτε από εκείνον;
Ο Αθως Δημουλάς μού έδωσε τη δύναμη να είμαι, μου έδωσε την επιμονή τού να διαρκώ ακόμα, να μην τον ξεχνώ γιατί αυτό κάνει πιο συχνή την εντός μου ανάστασή του. Πάντως πιο εύκολο θα ήταν να πω όχι τι μου έδωσε, αλλά πόσα μου πήρε. Μου άφησε μόνο ολόκληρη την έλλειψή του. Καθόλου αποξηραμένη. Φρέσκια σαν τώρα να βγήκε από τον φούρνο της μοίρας. Ο έπαινός του και η πίστη του σε μένα ήταν η συνεχής μετάγγιση θάρρους που δεν είχα και έτσι συντηρούμαι – άλλο έσοδο από την εύπορη και γενναιόδωρη μνήμη του Αθω δεν έχω… εκτός βέβαια από την αποζημίωση που μου δίνει η επιβίωση. Θα μοιάζει σαν ανταπόδοση για όσα μου έδωσε αν αναφερθώ στην ποίησή του επαινετικά. Ξέρω ότι δεν θα το καταδεχόταν και ο ίδιος. Είχε την πιο σεμνή, αυστηρή υπερηφάνεια που είναι και η βαθιά προστάτις κάθε δημιουργού – πόσο ηχηρός μού φαίνεται αυτός ο χαρακτηρισμός, δημιουργός, και πόσο υπερόπτης. Η κάθε ζωή τού κάθε ανθρώπου είναι σχεδόν η δημιουργός τής πιο τετριμμένης μοναδικότητας.
Κυρία Δημουλά, ο έρωτας υφίσταται ή απλώς ορίζει τις διαφορετικές παραλλαγές διαφόρων αισθημάτων μας;
 
Οσο για τον έρωτα, τι να πω. Αν διασταυρωθείτε τυχαία στον δρόμο κι εκείνος κοιτάζει αλλού, δήθεν ότι κάτι του έπεσε και ψάχνει να το βρει, απλώς αποφεύγει να θυμηθεί ότι σε ξέχασε… Εξάλλου κι αυτός γερνάει, πρόσθεσέ το κι αυτό στην έμφυτη φευγαλεότητά του και δείξε επιείκεια. Υποφερτή επομένως αυτή η λήθη, δεν πονάει όπως η άλλη, η προδοτική, κι αυτό ανακουφίζει τις επώδυνες ενοχές της, όπως λέει και ο έμπειρος θεράπων της, ο χρόνος.