Στον συγγραφέα και μελετητή των ιστορικών μορφών της «παλαιάς Ελλάδας» που τόσο απαξιώνει η «σύγχρονη», Επαμεινώνδα Τσίγκα, κι ας μην έχουμε βρεθεί ποτέ από κοντά
Εξαετία 1962-1968: η σχολική μου ζωή, αυτή του Δημοτικού και των πρώτων χρόνων του Γυμνασίου. Ακόμη διατηρώ στη μνήμη μου την εικόνα του πατέρα στο σπίτι της Μάνδρας με τα μωσαϊκά, τα τόπια υφάσματος και τα σύνεργα της μοδιστρικής της μητέρας πάνω στο τραπέζι του σαλονιού: καθισμένος σε μία πολυθρόνα, άκουγε προσηλωμένος το «Θέατρο της Τετάρτης» από ένα ραδιόφωνο λυχνίας Philips την εκπομπή του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας που εξέπεμπε από τους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου. Το σπίτι αυτό, όπως και η εγκαταλειμμένη ήδη από το 1977 ταβέρνα του Νεκτάριου Βρεττού, Ο Ρούκουνας, που υπήρχε απέναντί μας (θυμάμαι πως μια αλεπού, ξεφεύγοντας αργά τις νύχτες από τον λόφο της Αγίας Τριάδας, πλησίαζε δειλά το μαγαζί για να τραφεί με αποφάγια), με τις πλημμύρες του Νοεμβρίου του 2017 δεν υπάρχουν πια. Το λασπωμένο νερό, εκτός από τους τοίχους, παρέσυρε τα πάντα, επειδή με την ανοχή των εκάστοτε κυβερνήσεων οι κάτοικοι μπάζωναν επί δεκαετίες το ρέμα του Γκούλμπακα.
Εκτός από την Ελλη Λαμπέτη, τη Νέλλη Αγγελίδου, τον Αλέξη Μινωτή, την Κατίνα Παξινού κ.ά. που πρωταγωνίστησαν σε έργα, όπως η «Μικρή μας πόλη» του Θόρντον Γουάιλντερ, η «Ποντικοπαγίδα» της Αγκαθα Κρίστι, το «Ανθρωποι και ποντίκια» του Τζον Στάινμπεκ, η «Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγόριου Ξενόπουλου, ακούσαμε από το ράδιο, όπως μαρτυρά η φωτογραφία της σελίδας, κι άλλους σημαντικούς ηθοποιούς, όπως η Τζένη Καρέζη, η Αννα Κυριακού, η Ρένα Ντορ, ο Πέτρος Φυσσούν και η Αλέκα Κατσέλη. Στη δεκαετία του ’50, σπουδαίοι σκηνοθέτες – ηθοποιοί, όπως οι Ροντήρης, Κουν και το ζεύγος Κατσέλη, δίδαξαν ταλαντούχους ηθοποιούς ώστε να αναδειχτούν εξαιρετικοί. Υπάρχουν ακόμη αξιόλογοι δάσκαλοι· μόνο που με την πληθώρα των ηθοποιών, το άγχος της δουλειάς και της απόκτησης φήμης μέσω της τηλεόρασης, η οποία δεν διακρίνεται για την ποιότητα των σίριαλ (σήμερα το επίπεδο του κοινού καθορίζει την ποιότητα και τη διάρκεια ενός τηλεοπτικού έργου), αρκετοί ηθοποιοί υιοθετούν την εύκολη υποκριτική (υποδύονται τους εαυτούς τους) σαν τα λογοτεχνικά βιβλία που γράφονται σε λάπτοπ ή σε υπολογιστή, γι’ αυτό και μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους.
Η Τζένη Καρέζη (η βραχνή φωνή της θύμιζε εφηβικό μαγκάκι), με την παιδεία, την καλλιέργεια και τη σκηνική της παρουσία, διακρίθηκε στον κινηματογράφο και στο θέατρο, σε ρόλους όπως στις ταινίες «Δεσποινίς διευθυντής», μαζί με τη Λίλη Παπαγιάννη και τον Αλέκο Αλεξανδράκη, και «Μια τρελή τρελή οικογένεια», πλάι στη Μαίρη Αρώνη, στον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και στον Αλέκο Αλεξανδράκη.
Η Αννα Κυριακού, απόφοιτος του Εθνικού και της Σχολής Σαρλ Ντιλέν (Charles Dullin) του Παρισιού, ξεχώρισε στην «Κάρμεν» δίπλα στη Μαρίκα Κοτοπούλη, στους θιάσους Μανωλίδου – Παππά, Λογοθετίδη, Κατερίνας και Κατράκη και στο Πειραϊκό Θέατρο του Δημήτρη Ροντήρη. Τη θυμόμαστε και σε παλιές τηλεοπτικές σειρές, όπως «Εκείνος κι εκείνος», «Γειτονιά» κ.ά., το 1982 συνεργάζεται με το Απλό Θέατρο στα «Γούστα του κυρίου Σλόαν», στις «Τρεις Χάριτες» (1989-1992) ως θεία Μπεμπέκα, σε ρόλο guest της θείας Μάρως στο «Κωνσταντίνου και Ελένης», ενώ σχετικά πρόσφατα στις «Επτά θανάσιμες πεθερές».
Η Ρένα Ντορ, ηθοποιός με δυνατή φωνή («Η καραμούζα», όπως την αποκαλούσε η γιαγιά μου), εμφανιζόταν στην εκπομπή «Τα νέα ταλέντα» του Γιώργου Οικονομίδη (σλόγκαν του ήταν «Φίλοι μου αγαπημένοι, γεια σας και χαρά σας!»). Οντας έφηβη, χόρευε στον θίασο της Ζωζώς Νταλμάς. Το 1952 συγκρότησε δικό της μαζί με τη Μαρίκα Κρεββατά, τον Μίμη Κοκκίνη και τη Ρένα Βλαχοπούλου. Το 1997 της απονεμήθηκε το βραβείο Παναθήναια για την προσφορά της στην επιθεώρηση. Τελευταία της εμφάνιση ήταν το 1978 στο θέατρο Μινώα με την επιθεώρηση του Ν. Ελευθερίου «Τι Κωστάκης, τι Αντρίκος, τα πληρώνει ο λαουτζίκος».
Ο ταλαντούχος σε όλα τα είδη του θεάτρου Πέτρος Φυσσούν, γεννημένος στη Ρωσία, απόφοιτος του Θεάτρου Τέχνης και πρωταγωνιστής του Εθνικού (1961-1965) και του Κρατικού Βορείου Ελλάδος (1976-1978), τιμήθηκε με το βραβείο α’ ανδρικού ρόλου στα Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου 1963 και 1964, καθώς και με α’ βραβείο ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεάτρου Ιθάκης το 1975.
Η Αλέκα Κατσέλη υπήρξε μεγάλη δραματική ηθοποιός και διπλωματούχος καλλιτέχνις του χορού. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά την Κατοχή στο Θέατρο Τέχνης. Μετά την Απελευθέρωση, προσλήφθηκε στο Εθνικό για το έργο «Εμπορος της Βενετίας» του Σαίξπηρ (σε διδασκαλία του μετέπειτα συζύγου της και σκηνοθέτη Πέλου Κατσέλη), ερμηνεύοντας στο ίδιο θέατρο βασικούς ρόλους στην «Αγία Ιωάννα» του Μπέρναρντ Σο και στους «Τρεις κόσμους» του Διονύσιου Ρώμα. Το 1951 πρωταγωνίστησε στην ταινία «Λύκαινα» της Μαρίνας Πλυτά, συνεχίζοντας μια πλούσια θεατρική καριέρα με αποκορύφωμα το 1986 ως πρωταγωνίστρια στο «Σπίτι της Μπερνάντα Αλμπα» του Λόρκα.
Απομένει, νομίζω, να σχολιάσουμε τη γλωσσική έκφραση των παραπάνω ηθοποιών. Με την απόλυτη κυριαρχία της τηλεόρασης των τελευταίων δεκαετιών και την επικράτηση φράσεων τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στη λογοτεχνία, π.χ. «Καλή συνέχεια», «Εχω την αίσθηση» (αντί του ρήματος «νομίζω» που ξεχάστηκε παντελώς, κι αναρωτιέται κανείς ποια αίσθηση από τις πέντε να εννοεί αυτός που τολμά να ξεστομίζει αυτή τη φράση), «Δεν μπορώ να μπω σ’ αυτήν τη διαδικασία», «Προς αυτή την κατεύθυνση», «Ητανε η επιλογή του» (sic), τα ελληνικά αυτών των ηθοποιών που πέρασαν κάποτε για να μείνουν, ίσως μας παρηγορούν πως κάποτε όλα θα αποκατασταθούν, όπως τότε, στη δεκαετία του ’60, που οι άνθρωποι ήταν πιο αυθεντικοί χαρακτήρες, μιλούσαν πιο σωστά και προπάντων δεν υποδύονταν (παρίσταναν) άλλους, όπως συμβαίνει σήμερα σε πολλούς, τάχα μορφωμένους, επηρεασμένους από διαβάσματα και θεάματα.