Θα μπορούσε να αντιστρέψει κανείς τους στίχους του ποιητή Ν. Δ. Καρούζου «Δεν φταίει το έξω / το προς τα έξω μας φταίει» καθώς το «έξω» στο μυθιστόρημα του Δημήτρη Μεσορράχη – που είναι το πρώτο του – με τον τίτλο «Η ανάβαση» αναδεικνύεται εξαιρετικά ευεργετικό με το να μεταβάλλεται σε προϋπόθεση για μια στροφή προς τα μέσα, τόσο μάλιστα ουσιαστική και διεισδυτική, ώστε να μη χρειάζονται παρά ελάχιστες νύξεις – συχνά ούτε μία – προκειμένου να έρθεις σε επαφή μ’ έναν αληθινό εσωτερικό θησαυρό. Οπως θα μπορούσε να έχει εκκολαφθεί στο κελί ενός ασκητή που η «περιπλάνησή» του δεν θα προϋπέθετε, όπως το μυθιστόρημα του Μεσορράχη, τόσο μια προηγμένη και εξαιρετικά λεπτολόγο στην έκθεσή της τεχνολογία όσο και έναν «στροβιλισμό» του μέσα στον κόσμο ώστε είτε πρόκειται για τη Σύρο, τη Μύκονο και την Αθήνα είτε για το Μπάρι, την Τεργέστη, την Κροατία και τη Σλοβενία, να τις αισθάνεσαι ως περιοχές που η επίσημη γεωγραφική τους εκδοχή όχι απλώς υπολείπεται, αλλά κυριολεκτικά ωχριά σε σχέση με την αναγνώρισή τους ως σημείων αναφοράς μιας περίκλειστης ανθρώπινης περιπέτειας.
Εσωτερικές διαδρομές
Αν «Η ανάβαση» είναι ένα σύγχρονο, με την πιο ουσιαστική έννοια του όρου, μυθιστόρημα, είναι κυρίως γιατί, αν και συγκροτημένο σε πολλά επίπεδα, τα πλέον εμφανή του διαβάζονται ως κάτι ενιαίο και αυτόνομο, με τόση μάλιστα έμφαση στα επιμέρους στοιχεία τους με όση ακριβώς θα έδινε ένας έμπειρος και ευφυής συγγραφέας σε μια εξαιρετικά περίπλοκη ιστορία, αφού θα έδειχνε πως το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι απλά να την αφηγηθεί. Διαφωτιστικότατος ως προς αυτό ο ίδιος ο τίτλος του μυθιστορήματος καθώς η έννοια της «ανάβασης» σε σχέση με τα εξιστορούμενα μοιάζει να αφορά αποκλειστικά μια με πολύ κόπο κατακτημένη επαγγελματική και κοινωνική αποκατάσταση, στην πραγματικότητα όμως αφορά την κατάκτηση μιας εσωτερικής ελευθερίας, σε τόσο έντονο μάλιστα βαθμό ώστε όσοι «κίνδυνοι» ελλοχεύουν άλλοτε με τη μορφή μιας απρόσμενης ερωτικής περιπέτειας και άλλοτε ως κίνδυνοι πραγματικοί που απειλούν την ίδια τη ζωή του ήρωα, του πρωτοπρόσωπου αφηγητή Κοσμά Λούκου, να μην είναι παρά προϋποθέσεις προκειμένου η εσωτερική αυτή ελευθερία στο αποκορύφωμά της να μοιάζει σχεδόν ασύμβατη με τα καθημερινά ή «ευτελή» περιστατικά που την προκάλεσαν. Αν η απόσταση από τον «Πεταλούδα» του Ανρί Σαριέρ ώς τον «Ξένο» του Αλμπέρ Καμί και ώς την «Ανάβαση» του Δημήτρη Μεσορράχη μοιάζει σχεδόν μηδαμινή, δεν είναι γιατί η γοητεία του εξωτερικού κόσμου, όσο ευφάνταστος και περίπλοκος κι αν αποτυπώνεται, μοιάζει ακατανίκητη. Είναι γιατί η γοητεία αυτή εγγυάται μια εσωτερική διαδρομή που θα έμοιαζε μουντή ή και αδιάφορη, ενώ τώρα χάρη στην «εργαλειοποίησή της» η πειθώ και η ομορφιά της μεταφέρονται εξ ολοκλήρου σε κάτι σκοτεινό, αν όχι σιβυλλικό.
Επομένως, άκρως «συκοφαντικό» θα μπορούσε να λογαριαστεί το οπισθόφυλλο του βιβλίου όταν γράφει «μέσα από γεωγραφικές περιπλανήσεις, ευφάνταστες κατασκευές και ερωτικές ανιχνεύσεις, ο Κοσμάς αφηγείται με περιπαικτική διάθεση την αστική του περιπέτεια ως ανερχόμενος industrial designer στην Αθήνα της εποχής μας», καθώς κανείς αστός, οπουδήποτε στον κόσμο, μέσα στην καρότσα ενός φορτηγού, καθισμένος σε μια κούτα με λιπαντικά, πίσω από ξύλινα πάνελ και έχοντας βάλει το σακ βουαγιάζ για στήριγμα της πλάτης του, προκειμένου να αποφύγει τον συνοριακό έλεγχο στα σύνορα Κροατίας και Σερβίας θα σκεφτόταν «Είχε αρχίσει μια ανάβαση. Καθώς οι φυγόκεντρες δυνάμεις από τις φουρκέτες με έσπρωχναν μια δεξιά και μια αριστερά, η σκέψη μου παλινδρομούσε ανάμεσα σε έννοιες όπως το σωστό απέναντι στο αναπόφευκτο, το υπαρκτό απέναντι στο αντιληπτό, η αξιωματικότητα κόντρα στην απροσδιοριστία. Γύρω μου άρχισε να ξεδιπλώνεται ένας χώρος εννοιών, ένας χώρος πολυδιάστατος και δαιδαλώδης».
Επώδυνη ευαισθησία
Αν η τεχνολογία στην «Ανάβαση» στην πιο υψηλή και εξειδικευμένη μορφή της μοιάζει σχεδόν αδιαίρετη με τον σημερινό κόσμο, δεν είναι ούτε για να καταγγελθεί ούτε για να εξαρθεί η σημασία της. Περισσότερο θα έλεγε κανείς ότι υπογραμμίζεται σαν ένα σχεδόν φυσικό γεγονός που προκαλεί όμως μια καινούργιας τάξεως ευαισθησία, πολύ πιο επώδυνη και ουσιαστική σε σχέση με μια ευαισθησία όπως μας την είχαν γνωρίσει – συγγραφικά τουλάχιστον – πολύ λιγότερο προηγμένες τεχνολογικά εποχές. Απόδειξη πως η πιο οικεία και παρηγορητική καθημερινότητα, όπως αυτή των απτών αντικειμένων και των διαπροσωπικών σχέσεων, διατηρεί μέσα σε έναν άκρως μηχανοκρατούμενο κόσμο όση σημασία θα της απέδιδε κανείς σε ένα απομονωμένο χωριατόσπιτο – δηλαδή πάρα πολύ μεγάλη. Στον αντίποδα της ταινίας «Αλφαβίλ» του Ζακ – Λικ Γκοντάρ, της γυρισμένης το 1968, «Η ανάβαση», όχι μόνο γιατί έχει γραφτεί μέσα στο μέλλον που τόσο δυσοίωνο προέβλεπε ο ιδιοφυής γάλλος σκηνοθέτης όσο γιατί η λέξη «συνείδηση» που μόνον ως ανάμνηση θα διασωζόταν – σύμφωνα με την ταινία – στους καιρούς μας φαίνεται να εγείρεται στο μυθιστόρημα του Δημήτρη Μεσορράχη πολύ περισσότερο υποψιασμένη και – γιατί όχι; – πολύ περισσότερο αγωνιώσα.
Εσωτερικότητα
Η Λεωφόρος Συγγρού και μια νυχτερινή θαλασσογραφία
Οσο κι αν έχουμε να κάνουμε τελικά με νέες μορφές οργάνωσης της ζωής που, ως νεοφανείς, θα τις φανταζόταν κανείς να γεννούν ανθρωπόμορφα τέρατα, δεν παύουν να προκαλούν μια τέτοια διάθεση διεισδυτικότητας ώστε σχεδόν να εξαγιάζονται. Σάμπως και ο απέραντος κόσμος της τεχνολογίας είτε αφορά το πώς θα σχεδιαστεί ένα νέου τύπου καρότσι των σουπερμάρκετ είτε την καινοτομία ότι αν κάτι θα χρειάζεται να μεταφέρεται στο μέλλον δεν είναι τα υλικά αγαθά, αλλά μόνον η πληροφορία για το πώς θα φτιαχτούν, να μεταβάλλεται σε μια κυψέλη που δημιουργεί μια νέου είδους εσωτερικότητα. Τόσο πολυεπίπεδη ώστε όσο σε καταπλήσσει η περιγραφή της Λεωφόρου Συγγρού με τους κτιριακούς κολοσσούς, τις πέντε σκηνές αισθησιακού χορού, τα τρία συνεργεία αυτοκινήτων, το επιβλητικό αρχιτεκτόνημα που στεγάζει τα γραφεία της Εθνικής Ασφαλιστικής και φέρει την υπογραφή του Μάριο Μπότα, αλλά και τους τέσσερις οίκους του έρωτα που στεγάζονται σε άχαρα διώροφα, άλλο τόσο εκστασιάζεσαι με την περιγραφή μιας νυχτερινής θαλασσογραφίας του Ιβάν Αϊβαζόφσκι στην Εθνική Πινακοθήκη.
Συμπερασματικά, αν αξίζει να διαβαστεί «Η ανάβαση», είναι για το πόσο κάθε στοιχείο, όσο σχολαστικό, ειδικό ή ανιαρό κι αν είναι, μπορεί να μεταβληθεί σε μια έκτακτη αφηγηματική ύλη και είτε αφορά ένα μήνυμα που στέλνει στον εγκέφαλο το καρότσι του σουπερμάρκετ που έχει αρχίσει να γεμίζει και γίνεται δυσκίνητο είτε τον συντελεστή διαστολής του diesel που είναι 0,0008, ώστε 10 βαθμοί χαμηλότερη θερμοκρασία να σημαίνει 0,8% περισσότερο καύσιμο, να μην είναι αυτή καθαυτήν η πληροφορία που ενδιαφέρει αλλά η φυσιολογική ένταξή της σ’ ένα σύνολο περιπετειώδους, με την πιο εξωστρεφή έννοια, χαρακτήρα.
Δημήτρης Μεσορράχης
Η ανάβαση
Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2017, σελ. 172
Τιμή: 12 ευρώ