Αν ισχύει η παρασκηνιακή φημολογία των τελευταίων ημερών, οι κερκίδες του Ηρωδείου θα γεμίσουν ασφυκτικά στις 11 Σεπτεμβρίου από απανταχού οπαδούς της μουσικής, οι οποίοι πίνουν ακόμη νερό στο όνομά του. Δεν είναι και τόσο τυχαίο. Με τη ρευστή ταυτότητα που τον χαρακτηρίζει – ούτε «δεινόσαυρος» της ποπ ούτε «πρίγκιπας» που επαναλανσάρει τον εαυτό του κάθε δεκαετία -, ο 72χρονος Μπράιαν Φέρι διατηρεί ακόμη και τον μύθο και τις αντοχές για να κερδίσει ένα συνεχώς εναλλασσόμενο ακροατήριο. Στα 45 χρόνια από τότε που κυκλοφόρησαν τα δύο πρώτα άλμπουμ των Roxy Music (1972 και 1973), το συγκρότημα που δημιούργησε ο ίδιος – με λίγη βοήθεια από τον φίλο Μπράιαν Ινο -, θυμίζει τα διαχρονικά τους τραγούδια, αλλά και εκείνα της σόλο καριέρας του σε μια πανευρωπαϊκή περιοδεία. Το ερωτηματολόγιο των «Προσώπων» τον πέτυχε σε ένα διάλειμμα για sound check στο Σιμπένικ της Κροατίας, όπου έδωσε συναυλία την περασμένη εβδομάδα, ενώ θα ακολουθούσε το Βελιγράδι.
Τον περασμένο Φεβρουάριο κυκλοφόρησε μια επετειακή έκδοση για τα 45 χρόνια από το πρώτο άλμπουμ των Roxy Music. Πόσο καθαρά θυμάστε εκείνη την εποχή; Πότε συνειδητοποιήσατε ότι οι Roxy Music είναι «όνομα» στην αγορά;
Εχω την ανάμνηση μιας σκοτεινής, καταθλιπτικής εποχής για την Αγγλία. Δεν μπορούσες να βρεις φως ή να ονειρευτείς εύκολα, επειδή επικρατούσε η οικονομική ύφεση που με τον καιρό γινόταν δυσβάσταχτη. Αλλά, παράλληλα, υπήρχε σχεδόν μια λαχτάρα για ένα είδος «παρακμής» που πιθανότατα την είχαμε κι εμείς ως συγκρότημα. Αυτό, νομίζω, εξηγεί εν μέρει γιατί το άλμπουμ ήταν τόσο πετυχημένο. Υπήρχε φυσικά η «απογειωτική» μουσική, που έβλεπε μπροστά από την εποχή της, κι εκείνο το εξώφυλλο με την Κάρι Αν, που θύμιζε αυτό που λέμε «εξώφυλλο – cheesecake», αλλά με διαφορετική πινελιά. Δεν είχαμε καμία ιδέα ότι το άλμπουμ θα γινόταν mainstream, επειδή εμείς ήμασταν φοιτητές της Καλών Τεχνών (σ.σ.: ο Μπράιαν Φέρι σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Νιούκαστλ από το 1964 ώς το 1968, έχοντας μάλιστα καθηγητή για έναν χρόνο τον σπουδαίο καλλιτέχνη Ρίτσαρντ Χάμιλτον) και ζούσαμε μάλλον στην underground σκηνή. Θυμάμαι ότι συνειδητοποίησα πως «κάτι γίνεται μ’ εμάς» όταν άκουσα το κομμάτι μας «Virginia plain» να παίζει καταμεσήμερο στο ραδιόφωνο ενώ οδηγούσα. Οταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, παίζαμε ακόμη σε μικρούς χώρους και κλαμπ – φτάνοντας ώς το Σκάρμπορο. Μια άλλη έντονη ανάμνηση που δεν φεύγει ποτέ είναι όταν είδα το εξώφυλλο του άλμπουμ να έχει γεμίσει τη βιτρίνα του δισκάδικου στην οδό King. Τότε ήταν που πήγαμε στα γραφεία του διευθυντή της εταιρείας. Κάτι πολύ συγκινητικό για μένα μέχρι σήμερα. Το να περνάς νύχτα, δίπλα από το τζάμι, και να βλέπεις την επαναλαμβανόμενη εικόνα του εξωφύλλου…
Ξεκινήσατε την ίδια περίοδο με τον Ντέιβιντ Μπάουι, ο οποίος το 1972 ήταν ήδη ο Ziggy Stardust. Ακολουθώντας διαφορετική πορεία, μοιάζει να έχετε κάτι κοινό. Το στοιχείο της περφόρμανς, του στυλ και της μεταμόρφωσης έκρυβε κάτι που εμείς δεν ξέραμε;
Ναι, τα ρούχα που φορούσαμε στην πρώτη περίοδο των Roxy Music μπορεί να πει κανείς ότι ήταν ένα είδος «μεταμόρφωσης». Παίζαμε όλοι διάφορους ρόλους. Ενιωθα πάντα ότι η μουσική ήμουν εγώ, κάτι που δεν ίσχυε απαραίτητα για την εμφάνιση πάνω στη σκηνή. Είναι πολύ δύσκολο να ανεβαίνεις για πρώτη φορά εκεί πάνω, οπότε τα ρούχα και το μέικ απ ήταν μια σίγουρη λύση.
Γράψατε πρόσφατα τη μουσική για την τηλεοπτική σειρά «Babylon Berlin» της γερμανικής τηλεόρασης επιστρέφοντας στη δεκαετία του 1920. Τι σας συγκινεί στην τέχνη της περιόδου;
Πάντοτε με συγκινούσε εκείνη η εποχή – και ειδικά η τζαζ μουσική. Ξεκίνησα ακούγοντας τζαζ της Νέας Ορλεάνης όταν ήμουν 10 ετών. Φυσικά το είδος εξαπλώθηκε γρήγορα στον κόσμο και η Γερμανία δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Με τα χρόνια άρχισα να ακούω πολύ Λούις Αρμστρονγκ και Ντιουκ Ελινγκτον. Εχω έναν σπουδαίο δίσκο του Ελινγκτον με ηχογράφηση στο Cotton Club, τον οποίο ακούω συχνά στο σπίτι. Επίσης διαβάζω ξανά και ξανά Ελιοτ και Φιτζέραλντ. Η δεκαετία του 1920, άλλωστε, ήταν ξεχωριστή όχι μόνο για τη μουσική και τον χορό, την τέχνη και τη λογοτεχνία, αλλά και για τη μόδα, την αρχιτεκτονική, τις επικοινωνίες και βασικά για τη γέννηση οτιδήποτε μοντέρνου.
Μάθατε ποτέ αν ο Μπομπ Ντίλαν άκουσε τον δίσκο σας «Dylanesque» με διασκευές κομματιών του; Και αν του άρεσε;
Για να πω την αλήθεια, δεν κάνω καν παρέα με άλλους μουσικούς. Δεν τον έχω συναντήσει ποτέ και δεν μπορώ να φανταστώ αν του άρεσε ή όχι. Φαίνεται πολύ μοναχικός τύπος, αλλά το ίδιο είμαι κι εγώ. Μεταξύ μας, ενδιαφέρθηκα για τον Ντίλαν μάλλον αργά στη διαδρομή. Οταν τον άκουσα πρώτη φορά, ήμουν στο Πανεπιστήμιο. Τότε με ενδιέφεραν περισσότερο το RnB, οι ηλεκτρικές κιθάρες, ο Οτις Ρέντινγκ, τα κοστούμια από μοχέρ. Πράγματα μάλλον μακρινά σε σχέση με τη φολκ μουσική του Ντίλαν. Δεν ενδιαφερόμουν επειδή δεν υπήρχε ηλεκτρική κιθάρα πουθενά, ούτε καν η έννοια της παραγωγής – μόνο μούσια και σανδάλια… Εγώ ήθελα φαντεζί κουβανέζικες μπότες, φράντζες και κορίτσια σε άγριες περιπέτειες! Μόνο όταν ο Ντίλαν έγινε «ηλεκτρικός», άρχισα να τον παρακολουθώ και αναπόφευκτα έψαξα και τα πρώτα του τραγούδια, με τα οποία φυσικά εντυπωσιάστηκα.
Θυμάμαι πάντα την απάντησή σας σε μια ερώτηση της «Γκάρντιαν» για το μεγαλύτερο μάθημα που σας δίδαξε η ζωή. Είχατε απαντήσει «να μη βάζω ποτέ τις μπανάνες στο ψυγείο». Θα ακουστεί κλισέ, αλλά σας έχει σώσει το χιούμορ στη ζωή;
Δεν είμαι σίγουρος για το αν με έχει σώσει, αλλά υποθέτω ότι το κουβαλάω μέσα μου. Διαθέτοντας μια μάλλον αγγλική αίσθηση, σύμφωνα με την οποία το χιούμορ ανεβαίνει στην επιφάνεια και εκδηλώνεται στην κατάλληλη περίσταση.
Μπορείτε να μου πείτε μια ερώτηση που πάντοτε θέλατε να απαντήσετε για τη μουσική σας;
Κοιτάξτε, ήθελα πάντοτε να απαντήσω για τη συναυλία ή το θέαμα που έχω μπροστά μου. Οπως ξέρετε, υπάρχουν πολλά τραγούδια για να διαλέξω από το ρεπερτόριό μου και αυτό είναι πάντοτε μια πρόκληση. Για την έναρξη προσπαθώ να συμπεριλάβω τραγούδια που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ταιριάζουν με τις ικανότητες ή την προσωπικότητα των ανθρώπων της μπάντας. Είμαστε εννιά άτομα μαζί σ’ αυτή την ιστορία και προφανώς ένας συνδυασμός ταλέντων. Νιώθω μεγάλη χαρά που έχω μαζί μου τον θρυλικό Κρις Σπέντινγκ στην κιθάρα – έναν μουσικό με τον οποίο συνεργάζομαι κατά περιόδους από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Τον αγαπάει τόσο πολύ το κοινό! Εχουμε επίσης τη σαξοφωνίστρια Τζόρτζια Τσάλμερς και τη Μαρίνα Μουρ στη βιόλα: δύο κορίτσια με παιδεία κλασικής μουσικής που φέρνουν μια διαφορετική ατμόσφαιρα στο πρόγραμμα. Την ίδια στιγμή, νιώθω την ανάγκη να αποτυπωθούν στο μουσικό θέαμα όλα τα μουσικά είδη που έχω ενσωματώσει εγώ στην καριέρα μου – είτε ως σολίστας είτε ως μέλος των Roxy Music. Πολλά από τα αγαπημένα μου τραγούδια προέρχονται από την πρώτη περίοδο των Roxy, οπότε μπήκαν εύκολα στο πρόγραμμα. Και τέλος, για την ερώτηση που λέγαμε: δεν βγαίνω στον δρόμο με μια λίστα κομματιών και λέω στον εαυτό μου «ναι, εντάξει, το ‘χουμε». Σκέφτομαι πολύ σοβαρά ώστε η επιλογή των τραγουδιών να είναι μια συνεχώς εξελισσόμενη και ζωντανή διαδικασία. Συνηθίζω έτσι κι αλλιώς να ανακατεύω το πρόγραμμα ή να βάζω καινούργια τραγούδια παρακολουθώντας τι δένει κάθε φορά στη σκηνή.