Είναι ποιήματα όπου οι ερωτευμένοι ικετεύουν την αγαπημένη τους στημένοι έξω από την πόρτα (παρακλαυσίθυρα), όπου ενώ μαίνεται η νεροποντή κι ο παγερός βοριάς, ο νυχτοπαρορίτης έρωτας δεν ησυχάζει, όπου ένας άντρας συναντιέται με μιαν εταίρα και παζαρεύει προκαταβολικά το αντίτιμο της συνουσίας. Αλλά δεν εξαντλείται σ’ αυτά τα θέματα η ερωτική ποίηση στα επιγράμματα του Ασκληπιάδη, τη μετάφραση των οποίων έχει ολοκληρώσει ο παλαίμαχος ποιητής Γιάννης Δάλλας (1924), ο σημαντικότερος σήμερα μεταφραστής αρχαίας λυρικής ποίησης. Ο ίδιος καταμετρά 17 διαφορετικούς τύπους ποιημάτων, οι οποίοι ως σύνολο αποτυπώνουν την εμφάνιση του ελληνιστικού ερωτικού επιγράμματος και την απόκλισή του από την προκλασική παράδοση, αλλά και από τον ομότεχνο του Ασκληπιάδη, τον Καλλίμαχο. Οπως επισημαίνει ο Γιάννης Δάλλας: «Τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι η πλήρης αυτονόμηση του επιγράμματος ως είδους και, ως προσωπική δυναμική, η αυτοαναφορικότητά του και η εκφραστική εκλέπτυνση στο ύφος. Βλέπουμε δηλαδή να σχηματίζεται ένας πλήρης κύκλος ευωχίας αυστηρά ερωτικής και απαιτητικά προσωπικής της χαρμονής και του βασανισμού της ηδονής του καθ’ ημέραν βίου, οιονεί σπουδάζουσας, ενίοτε και παίζουσας, μεταξύ της άπλετης και ευαισθησίας και επαφής των ζωντανών και του αξύπνητου ύπνου του θανάτου». Ο Ασκληπιάδης από τη Σάμο γεννήθηκε περίπου το 320 π.Χ. και έδρασε στην Αλεξάνδρεια. Εκτός από τον Καλλίμαχο, ομότεχνοι και φίλοι του υπήρξαν ο Ποσείδιππος από την Πέλλα και ο συμπατριώτης του, επίσης Σάμιος, Ηδύλος. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, μάλιστα, ποιητικά αποσπάσματα και των τριών κυκλοφόρησαν σε μια κοινή ανθολογία, ονόματι «Σωρός».
Ο ποιητής Γιάννης Δάλλας έχει εκδώσει 15 συλλογές, οι οποίες περιέχονται στις συγκεντρωτικές επανεκδόσεις «Ποιήματα 1948-1988» (Νεφέλη, 1990) και «Ποιήματα 1988-2013» (Νεφέλη, 2014), καθώς και σειρές δοκιμίων για τους Κωνσταντίνο Καβάφη, Κώστα Βάρναλη, Κωνσταντίνο Θεοτόκη, Aνδρέα Κάλβο, Μίλτο Σαχτούρη, Μανόλη Αναγνωστάκη κ.ά. Συστηματικός μελετητής των αρχαίων λυρικών και των αλεξανδρινών ποιητών, έχει μεταφράσει, εκτός άλλων, το «Εις τα άγια νήπια» του Ρωμανού του Μελωδού (Απόστροφος, 1999), τα «Επιγράμματα. Στους Τελχίνες» του Καλλίμαχου (Γαβριηλίδης, 2001), «Χορικολυρικούς», «Μελικούς», «Ιαμβογράφους», «Ελεγειακούς» (εκδ. Αγρα, 2003, 2004, 2007) και τα «Ερωτικά επιγράμματα» του Ρουφίνου (Ηριδανός, 2009). Τιμήθηκε με το πρώτο Κρατικό Βραβείο Κριτικής και Δοκιμίου (1987) και το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του (1999).
Με την άδεια του ποιητή δημοσιεύουμε στο «Βιβλιοδρόμιο» αποσπάσματα από τη μετάφραση των ερωτικών επιγραμμάτων του Ασκληπιάδη. Το τελευταίο από αυτά θεωρείται «αμφισβητούμενο», φερόμενο δηλαδή από δύο ποιητές.
1.
Γλυκύ το θέρος αν διψάς χιόνι να πιεις, γλυκύ είναι
      να δουν, χειμώνα, οι ναυτικοί το εαρινό στεφάνι·
μα πιο γλυκύ είναι δυο εραστές όταν η ίδια χλαίνη
      τους κρύψει, κι απ’ τους δυο μαζί η Κύπριδα να υμνείται.
2.
Φυλάς την παρθενιά σου; μα τι τ’ όφελος; Στον Αδη
      σαν πας, αυτόν που σ’ αγαπά, κόρη μου, εκεί δεν θα ‘βρεις
στους ζωντανούς είναι οι αφροδίσιες χαρές, μα στον Αχέροντα
      οστά και τέφρα θα κειτόμαστε, παρθένα μου.
3.
Της Νικαρέτης το γλυκύ το προσωπάκι, που συχνά
      την παίδευαν οι πόθοι της, σκυμμένη απ’ τα παράθυρα
του Κλεοφώντα που έστεκε στα πρόθυρα, τη μάραναν,
Κύπριδα φίλη, οι αστραπές του φλογερού του βλέμματος.
4.
Την Ερμιόνη, γόησσα σωστή, εγώ είχα και συμπαίζαμε,
φόραγε ζώνη που έπλεξε με άνθη λογής, Παφία μου·
κι έγραφε απάνω με χρυσά γράμματα: φίλε, αγάπα με
για πάντα· και μη λυπηθείς, που ανήκω σ’ άλλον άντρα.
11.
Χιόνι, χαλάζι, σκοτεινιά κάνε, κεραυνοβόλησε,
      κάψε· τα νέφη πύρινα όλα εδώ κάτω τίναξε·
αν με σκοτώσεις, σταματώ· μα αν ζήσω και χειρότερα
      να πάθω, δεν θα πάψω εγώ να ψάλλω την καντάδα μου.
Με ελκύει κι ο κυρίαρχος θεός σου: εσύ που, ω Δία, κάποτε
      σαν χρυσάφι γλύστρησες, στους χάλκινους θαλάμους.
13.
Νύχτα μου εσένα ως μάρτυρα επικαλούμαι, όχι άλλην,
      που η Πυθιάδα της Νικώς με εμπαίζει· η ξεπλανεύτρα.
Κλητός – δεν ήρθα ακάλεστος· τα ίδια είθε να πάθαινε
      και εκείνη, αν με μέμφονταν, στητή στα πρόθυρά μου.
14.
Νύχτα ήταν και νεροποντή και τρίτον ως θαράπαψη
      κρασί· και παγερός βοριάς και εγώ να μένω μόνος!
Μα ο Μόσχος σ’ όλα πρώτευε, ο ωραίος. «Εϊ, αχόρταγε,
      να παραδέρνεις σε καμιά πόρτα που δεν ησύχαζες».
Ετσι και τέτοια, στη βροχή, τού εβόησα: «Ως πότε ω Δία;
Δία, τσιμουδιά! Τον έρωτα εσύ μας πρωτοδίδαξες».
15.
Δεν είμαι καν εικοσιδύο χρονών, κι είναι η ζωή μου βάρος.
      Ερωτες, τι είναι τούτο εδώ που μ’ ηύρε, πάει, με κάψατε.
Μα αν κάτι πάθω εγώ εσείς, Ερωτες, τι θα κάνετε;
      κότσια θα παίζετε, άμυαλοι, δίπλα μου, φως φανάρι.
Του Ασκληπιάδου ή του Διότιμου του Αδραμυττηνού:
 
Τώρα με θέλεις, κι απαλά το χνούδι στους κροτάφους μου
      σέρνεται και στους δυο μηρούς το τρίχωμα πυκνώνει;
Κι ύστερα λες «καλύτερα για με είν’ αυτά». Ποιος θα ‘λεγε:
προτιμητέα από τα στάχια τα αιχμηρά καλάμια!