Πολλές φορές σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, τουλάχιστον από το 2010 και έπειτα, γράφτηκαν βιβλία και διατυπώθηκαν ιστορικές προσεγγίσεις για την εξήγηση του ναζιστικού φαινομένου. Με καινούργια εργαλεία πλέον. Πότε γύρω από το πρόσωπο του Αδόλφου Χίτλερ, πότε γύρω από τις κοινωνικές συνθήκες μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στη γερμανική επικράτεια. Ο απόηχος αυτής της διεργασίας πέρασε πάνω από την παρατεταμένη περίοδο κρίσης την οποία διανύουμε ως χώρα. Το ιστορικό μυθιστόρημα γνωρίζει ατύπως μια άνθηση, παίρνοντας αφορμή σε άλλες χώρες και από το σταλινικό φαινόμενο. Ο κάθε λαός με τους δυνάστες του.
Η Μαρία Γαβαλά στο τελευταίο της μυθιστόρημα κάνει δυο πράγματα: τοποθετεί τη δράση αποκλειστικά σχεδόν στη Γερμανία από το 1888 μέχρι και τις μέρες μας και δεύτερον ασχολείται μ’ ένα θέμα που δεν έχει δει το φως της μυθοπλαστικής δημοσιότητας εκτεταμένα, τουλάχιστον στη χώρα μας: την ευθανασία των ιδρυματοποιημένων ψυχικά ασθενών από το ναζιστικό καθεστώς. Χρησιμοποιεί ως πρόσχημα τη φόρμα του ιστορικού μυθιστορήματος για να εισχωρήσει στις πτυχώσεις του απόλυτου Κακού. Με την ενεργή παρακαταθήκη των Χάνα Αρεντ και Πρίμο Λέβι, η συγγραφέας διατρέχει τη σκληρή επιφάνεια ενός χρονικού παραφροσύνης, μαζικής και προσωπικής, υπό το πρίσμα ενός άχρονου ανθρωπιστικού βλέμματος. Ο σημερινός αναγνώστης γνωρίζει εκ προοιμίου τις θηριωδίες. Η μυθιστορία της Γαβαλά έρχεται να εμβαθύνει στο συνειδησιακό άλγος των πρωταγωνιστριών της, ανατέμνοντας τη ροβεσπιερική πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Τα όρια της αιδούς και της χυδαιότητας.
Ανάμεσα στο ντοκουμέντο και τη μυθοπλασία, η συγγραφέας οδοιπορεί στα στάδια της συναισθηματικής διακύμανσης ενός ανθρώπου που από μακριά προσπαθεί να βουτήξει στην καρδιά του σκότους. Από τη μια μεριά έχουμε τη μεθοδικότητα του ναζιστικού καθεστώτος στις εκκαθαρίσεις των αδυνάμων, των αλλόφυλων, των μειονοτήτων, των αντιφρονούντων και από την άλλη το θέριεμα της τρέλας. Κεντρικό πρόσωπο, η Μπέρτα Γκέρτρουντ Φλεκ. Ενα βασανισμένο κορίτσι από τις ψυχικές νόσους, μια διεγερτική ασθενής, μόνιμη τρόφιμος ψυχιατρικών κλινικών, που παράλληλα λειτουργούσαν και ως προθάλαμοι εξόντωσης του προγράμματος «Τ4». Οι γωνίες αφήγησης που διαλέγει η Γαβαλά είναι κυρίως τρεις, και όλες γυναικείες φωνές. Η Ζαμπίνε Κινάστ, υπηρέτρια της ευμενούς καταγωγής αλλά ξεπεσμένης οικογένειας Φλεκ, η Ερικα Μπέντιεν, νοσοκόμος και προστάτιδα τρόπον τινά της Γκέρτρουντ, και η Γερμανο-ελληνίδα Αριάδνη Χόπε, η οποία κάνει το μεταπτυχιακό της στο Πανεπιστήμιο της Δρέσδης και εξετάζει τις σχέσης της τέχνης (κυρίως των πρώτων εξπρεσιονιστών) με τις εκφραστικές δυνατότητες των ψυχασθενών.
Οι ηρωίδες
Οι πρώτες δύο στέργουν, φροντίζουν με επιμέλεια την ασθενή και η τρίτη είναι η μάρτυρας της σημερινής εποχής, που θα ερευνήσει την περίπτωση της Γκέρτρουντ μέσα από την παράνοια μιας ολόκληρης εποχής. Εδώ ανοίγονται τρεις σοβαρές παράμετροι. Μιλάμε για την παραφροσύνη με ιατρικούς όρους, τη φύση του ακραίου ολοκληρωτισμού ή μιλάμε για τη μαύρη τρύπα της δυτικής σκέψης, που ανάγεται στον μυστικισμό του πολιτικού ρομαντισμού στην περίφημη «Αντεπανάσταση», ο οποίος κάλυψε τη Δύση στα τέλη του 19ου αιώνα και αντανακλάται, για παράδειγμα, στα κείμενα των Μπερκ – Ρόζενμπεργκ αποτελώντας τη μήτρα του ναζισμού; Προφανώς είναι κάτι πιο ιταμό που μας λερώνει, πέρα από τη θεωρία. Οι απαντήσεις ακόμη και σήμερα ερίζουν και έχουν πάμπολλες όψεις. Η συγγραφέας εκκινεί από μια ουμανιστική σκέψη που αναμετράται με τις στάχτες του αδιανόητου: πώς μπορεί σ’ ένα κράτος ευρωπαϊκό, με βαθιές και καινοτόμες ρίζες στον πολιτισμό, η πλειονότητα των απλών πολιτών, των επιστημόνων, να συμπεριφέρεται σαν μια αγέλη πεινασμένων λύκων χωρίς φραγμούς;
Εδώ η Γαβαλά πάει ακόμη παραπέρα. Απορεί όχι τόσο με τους αρχιτέκτονες των ειδικών προγραμμάτων αφανισμού. Εξάλλου αυτά τα σχέδια τα γνώριζε μια κλειστή κάστα στελεχών. Εξεγείρεται κυρίως με μια μεγάλη μερίδα του κόσμου, που ενώ γνώριζε σιωπούσε. Τι είδους ήταν εκείνη η σιωπή; Εδώ εντοπίζεται και η μεγάλη πρόκληση των μελετητών αλλά και της Αριάδνης, του alter ego εν μέρει της Γαβαλά. Τραγική φιγούρα αυτής της κοινωνικής παραμόρφωσης είναι η νοσοκόμος Ερικα Μπέντιεν. Μια απλή λαϊκή γυναίκα που μεγαλώνει μέσα στα ιδρύματα. Μια μητρική φιγούρα που δείχνει κατανόηση σε βαριά περιστατικά όπως η Γκέρτρουντ, προσπαθεί να κρατηθεί έξω από τα αλλόκοτα πολιτικά πάθη (όπως τα μεταφράζει στο μυαλό της), την άνοδο της χιτλερικής μανίας, και να κάνει τη δουλειά της. Ο αδελφός της, ήρωας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχει ακρωτηριαστεί και η ίδια δεν μπορεί να κατανοήσει τελικά το γιατί. Κάποια στιγμή θα κάνει ένα αποφασιστικό βήμα. Βοηθά μια από τις τροφίμους, με καταστροφικές συνέπειες. Το «ήρωας» δεν είναι θεόσταλτος τίτλος. Είναι το θάρρος της καθημερινής πράξης.
Ο ρόλος της τέχνης
Η λήθη δεν πρέπει να επικρατήσει
Καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος, η συγγραφέας κρατά ψηλά τον δείκτη της συγκίνησης. Αν και είναι διαπιστωτική κάπως παραπάνω απ’ όσο αντέχει η πλοκή, χρωματίζει τις διαστάσεις του ανοίκειου. Ποιος μπορεί να είναι ο λόγος της τέχνης μέσα σε αυτή τη δίνη της ανθρωποφαγίας; Καθημερινά η Γκέρτρουντ ζωγραφίζει με πάθος λουλούδια και γάτες. Ολοι οι πίνακές της περιέχουν αποκλειστικά τα μοτίβα αυτά. Αποτυπώνει τη χρόνια παραζάλη της σχιζοφρένειας και της ιδρυματικής περιπέτειας κάτω από από αυτές τις εικόνες. Αποτελεί αυτό τέχνη; Ή είναι ένας αυθόρμητος, εμμονικός παραλληλισμός συνδεδεμένος με τον περιρρέοντα τρόμο; Εν τέλει οι εκφραστικές δυνατότητες του ανθρώπου είναι πολύ πιο πλούσιες απ’ όσο φανταζόμαστε. Ξεπερνούν τις διαστάσεις του ολέθρου και δίνουν με ακριβή τρόπο το πλαίσιο της οδύνης.
Θύτες και θύματα ζουν πλάι πλάι στον «Κόκκινο σταυρό». Η λήθη δεν πρέπει να επικρατήσει. Η ανθρωπότητα χρωστάει πολλά σε όσους και σε όσες θυσιάστηκαν. Χρωστάμε στην Γκέρτρουντ που με τον τρόπο της άνοιξε δρόμους για την τέχνη και τη ζωή, χρωστάμε σε όλα τα ταλαιπωρημένα θύματα ενός απάνθρωπου μηχανισμού. Το ερώτημα πλανάται και πάλι σήμερα, έστω και με τελείως άλλους όρους: Μπορούμε να αποφύγουμε μιας μεγάλης κλίμακας ανθρώπινη σφαγή στο μέλλον; Επιτακτική ανάγκη να θεμελιωθεί η δημοκρατία σε γερά καλούπια και πάλι.
Μαρία Γαβαλά
Κόκκινος σταυρός
Εκδ. Πόλις, 2018, σελ. 480
Τιμή: 16 ευρώ