Σαν καινούργια χρονιά οι αρχές Σεπτεμβρίου. Σαν ένα νέο ξεκίνημα με τη φόρα του καλοκαιριού. Ορμητικό ξεκίνημα με σχέδια, υποσχέσεις στον εαυτό μας και στους άλλους, δεσμεύσεις που τελικά δεν τηρούνται. Κορυφώνεται τα Χριστούγεννα, διατηρεί την ανάμνηση της ορμής του για έναν – δύο μήνες ακόμη και αρχίζει να ξεθυμαίνει με τα πρώτα σκιρτήματα της άνοιξης για να οδηγηθεί στον αφανισμό του το επόμενο καλοκαίρι. Να κλείσει ο παλιός κύκλος και να αρχίσει να χαράσσεται ο καινούργιος. Γι’ αυτό έχω την εντύπωση ότι στο καλοκαίρι ξεσπάει όλη η προηγούμενη χρονιά. Οι αδυναμίες μας, οι αγωνίες μας, τα θέλω μας, οι φιλαρέσκειες και οι αμετροέπειές μας. (Διότι δεν ξέρω αν οι μετριοπαθείς άνθρωποι αγαπούν το καλοκαίρι, πάντως το καλοκαίρι δεν αγαπά τους μετριοπαθείς). Και κάπως έτσι, μέσα από τις θερινές μας επιδόσεις, αναδεικνύονται και καταγράφονται οι τάσεις, οι μόδες, οι συνήθειες.
Τι κάναμε, τι δεν κάναμε, τι μάθαμε, τι είδαμε, τι ακούσαμε λοιπόν αυτό το μουδιασμένο, σύντομο, αμήχανο, βροχερό καλοκαίρι; Πρώτα απ’ όλα ότι η «Μύκονοοοοος» των πάλαι ποτέ ξεσαλωμένων παρουσιαστών στα δελτία ειδήσεων έχει αρχίσει να γράφεται με λιγότερα όμικρον στην κατάληξη, μη σας πω ότι είναι ζήτημα χρόνου να επανέλθει στην πρότερη συμβατική γραφή της. Λίγοι έως ελάχιστοι πλέον οι Ελληνες εκεί, ούτε καν τα σελεμπριτοκόριτσα που άλλοτε «μοίραζαν εγκεφαλικά με τα καυτά τους μαγιό» όπως έγραφαν τα περιοδικά κοινωνικού σχολιασμού. Το νησί μοιάζει να κατασταλάζει σε μία δική του, ιδιότυπη κανονικότητα, αυτή που ορίζει ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. Και πολύ καλά κάνει. (Οχι που είμαι Κυκλαδίτισσα, αλλά η Ιμπιζα συγκριτικά με τη Μύκονο, ούτε για Σαββατοκύριακο με τον παππού και τη γιαγιά).
Οσοι λοιπόν δεν αντέχουν πλέον τις τιμές της Μυκόνου, φέτος μετακινήθηκαν προς την Πάρο και την Τήνο που φέτος γνώρισε πρωτοφανή τουριστική έκρηξη. Τα δύο νησιά κόχλασαν από νέες «φυλές» ελλήνων επισκεπτών με τις χαρακτηριστικές συμπεριφορές του πρώην μυκονιάτικου κοινού. Και εξαιρώ την Αντίπαρο όπου εδώ και λίγα χρόνια έχει αρχίσει να στήνεται η «νέα Μύκονος» με τις τιμές σε ανιούσα πορεία χωρίς όμως ούτε το επίπεδο των υπηρεσιών ούτε την ποικιλία των επιλογών που προσφέρει η ορίτζιναλ.
Εχουμε όμως και τη «νέα Ικαρία». Την Ανάφη. Με την Αστυπάλαια σε απόσταση αναπνοής. Εκεί πηγαίνουν τα πιο εναλλακτικά κοινά, τα πιο καλλιτεχνικά, τα πιο «κάπως». Οι ντόπιοι δεν έχουν ακόμη προλάβει να προσαρμοστούν από τα δεδομένα της πρώην άγονης γραμμής στις καραβιές των τουριστών και όσοι πάνε εκεί δεν πάνε για να απολαύσουν υπηρεσίες υψηλών προδιαγραφών αλλά για να «υιοθετήσουν», έστω και για ένα καλοκαίρι, μια πατρίδα. Μικρά νησιά, τους ίδιους που θα δεις το πρωί στην παραλία θα δεις και το βράδυ στην ταβέρνα και στο μπαρ. Σαν να γνωρίζονταν από πάντα.
Κολοκύθια με τη ρίγανη
Και τι φάγαμε φέτος το καλοκαίρι; Ο,τι τρώμε τα τελευταία χρόνια στα νησιά. Που μακάρι να ήταν κολοκύθια με ρίγανη. Το άρθρο, το «τη» χαλάει τη συνταγή. Την κάνει πιο φασαριόζα, πιο μπουγιόζα, αλλά λιγότερο ουσιαστική. Μια έννοια την οποία τείνουμε να ξεχάσουμε στο φαγητό που, στο κάτω κάτω, αν δεν είναι ουσία, τι είναι; Κλασικές ελληνικές συνταγές που η αξία τους είναι η αμεσότητα των υλικών τους, εξακολουθούν να μπουρδουκλώνονται γευστικά και οπτικά όχι μόνο σε γκουρμέ νησιώτικα εστιατόρια, αλλά και σε παρά θίν’ αλός ταβερνάκια. Σαν να κοιτούσε κατσαρίδα με κοίταξε το γκαρσόνι όταν του ζήτησα μια κανονική φάβα με κρεμμύδι και όχι με κοκκάρια καραμελωμένα με πετιμέζι και χυμό από ρόδι και αβγά κάποιου ψαριού. Τα παλιά καλά τηγανιτά κολοκυθάκια έχουν γίνει στικς κολοκυθιού ίσα ίσα για να απορροφούν περισσότερο λάδι και μέσα στις ταραμοσαλάτες κρύβουν κομμάτια θαλασσινών.
Δεν λέω, να συμμεριστώ τη δημιουργική φαντασία ενός μάγειρα, να καταλάβω και το λεγόμενο fine dining. Nα μην είναι όμως ένας καταλυτικός κανόνας και να ψάχνεις να βρεις τις εξαιρέσεις (που τείνουν να περιοριστούν σε υποβαθμισμένα τουριστικά εστιατόρια). Και όλα αυτά να υπηρετούν τον βασικό σκοπό της μαγειρικής που είναι η απόλαυση στον ουρανίσκο και όχι τα καλλιτεχνικά απωθημένα του σεφ. Να φάω θέλω, όχι να διεγερθώ όπως με παροτρύνει το μενού ψαγμένου εστιατορίου στη Σαντορίνη όπου ανάμεσα στα πιάτα διαβάζω «Αγρια Ορχιδέα», «Γάμοι του Φίγκαρο», «Γη και θάλασσα» και το κορυφαίο «Καρότο 35 εκ.». Ολα αυτά δε χωρίς επεξηγήσεις. Την πιθανότητα να «διεγείρεται» κάποιος με ένα απλό, καλομαγειρεμένο παστίτσιο την έχει σκεφθεί κανείς;
Instaboys
Τα αγόρια (όλων, μα όλων των ηλικιών) φέτος το καλοκαίρι διεκδίκησαν δυναμικά τη θέση τους στον παράλληλο πλανήτη του Instagram. Προέταξαν τα στήθη τους. Κυριολεκτικά. Κάποιοι φρόντισαν να χαλαρώσει λίγο και το λάστιχο του μαγιό. Νέοι και μεσήλικες, με six pack ή με μπιροκοιλιές φωτογραφίστηκαν ξέστηθοι στο όνομα της καλοκαιρινής χαλαρότητας, μεγάλη η χάρη της. Υποψήφια μοντέλα, υποψήφιοι υπουργοί, ανερχόμενοι επιχειρηματίες και πολιτικοί, εκπρόσωποι Τύπου και γενικοί γραμματείς, στελέχη και υπάλληλοι, φιλελεύθεροι και παλαιοκομματικοί. Τόση ανδρική θηλή φάτσα φόρα, νομίζω ότι η ανθρωπότητα είχε να δει από την εποχή του ανθρώπου του Νεάντερταλ.
Χρήστος Χατζηπαναγιώτης Ηθοποιός
Τι δεν μου αρέσει στην Αθήνα
Μεγαλωμένος στη Μυτιλήνη, η Αθήνα, στα παιδικά μου χρόνια, ήταν για μένα ένας μύθος. Οταν ο πατέρας μου πήρε μετάθεση για την πρωτεύουσα, ήρθα με πόθο και την αγάπησα πολύ. Υστερα από τόσα χρόνια, νομίζω ότι πλέον θα προτιμούσα να ζω στην περιφέρεια. Στην Αθήνα μού λείπει κυρίως ο ορίζοντας. Αυτός ο ανοιχτός ορίζοντας που είναι σαν γιατρικό. Και η επαφή με τη γη. Να σκάβω, να σκαλίζω, να καλλιεργώ. Μέγα παυσίλυπον επίσης.