Βρήκα από τον φιλόλογο πατέρα μου μια πλούσια βιβλιοθήκη και πολύ νωρίς εθίστηκα στην ανάγνωση χωρίς όρους και όρια. Ποτέ οι οικείοι μου δεν μου απαγόρευσαν να διαβάσω κάτι και ποτέ δεν σχολίασαν τις επιλογές μου. Διάβαζα τα πάντα, αλλά από πολύ νωρίς ο μεγάλος μου έρωτας, έως τώρα, είναι τα λεξικά. Θυμάμαι τώρα πως τα πρώτα λίγα χρήματα που μου δόθηκαν σε δύσκολες για την οικογένεια εποχές ως χαρτζιλίκι τα έδωσα για να ντύσω με χαρτόνι σκληρό το λεξικό του Ζηκίδη που αργότερα το βάφτισα «μήτρα» γιατί διαπίστωνα πως πολλοί νεότεροι λεξικογράφοι το αντέγραφαν ασύστολα. Δεν μπορώ να φτάσω στις άκρες του νήματος της μνήμης και να δικαιολογήσω αυτόν τον περίεργο έρωτα για τις λέξεις σε μια εποχή που μόλις έκλεινα τα δέκα. Αλήθεια, τι καταφύγιο οι λέξεις όταν η χώρα ήταν βυθισμένη στο αμοιβαίο μίσος και βίωνε με πάθη και εγκλήματα εκατέρωθεν τον Εμφύλιο. Επιτρέψτε μου σήμερα αυτήν την αυτοαναφορά, μέρα που είναι, αφού μεθαύριο ανοίγουν τα σχολεία και δυστυχώς το μόνο που δεν σκέφτονται πια δάσκαλοι και μαθητές (με έξοχες, βέβαια, εξαιρέσεις) είναι οι λέξεις. Αργότερα πολύ από κείνη την εποχή που κρεμόμουν από τις λέξεις, με στοίχειωσαν οι στίχοι του Εμπειρίκου: «Δώσ’ μου το χέρι σου, πάρε τη λέξη μου»!

Ωραία, οι μεγάλες ανακαλύψεις, εφευρέσεις, κατακτήσεις του ανθρώπου είναι το πυρ, ο τροχός, μια επιθετική πέτρα, αν θέλετε η μαγειρεμένη τροφή, ίσως ο φόνος (!). Εννοώ ο συνειδητός φόνος, διότι ο ζωώδης πρόγονος κυνηγούσε και εξολόθρευε τον εχθρό και εξασφάλιζε την τροφή του.

Αλλά επιτρέψτε μου να πιστεύω πως η ιστορία της ανθρωπότητας άρχισε με την πρώτη λέξη, έστω την πρώτη κραυγή με νόημα, δηλαδή μια κραυγή που είχε επικοινωνιακό αποτέλεσμα, είχε ανταπόκριση, πήρε απάντηση με μιαν άλλη κραυγή και έτσι εγκαινιάστηκε η γλωσσική επικοινωνία. Δεν πρόκειται βέβαια εδώ να εμπλακώ σε θεμελιώδη προβλήματα, π.χ. αν πρώτα ο ανθρώπινος νους συνέλαβε μια έννοια και η γλώσσα βρήκε έναν ήχο για να την επικοινωνήσει ή η αυθόρμητη κραυγή (ερωτική, τρόμου, αποτροπής, έκκλησης) δημιούργησε στον εγκέφαλο τις πρώτες γλωσσικές έννοιες ως χαράξεις.

Μου φτάνει που έχω να μιλήσω για τις λέξεις, από όπου και όπως μου κληροδοτήθηκαν.

Επίσης δεν θα μετάσχω (ούτε μπορώ) στο πρόβλημα που τέθηκε ήδη από την αρχαιότητα και έφτασε σε ύψη ωριμότητας από τον Πλάτωνα στον «Κρατύλο», αν δηλαδή η γλώσσα είναι φύσει ή συνθήκη, αν έχουν δίκιο οι οπαδοί του Ηράκλειτου ή ο Σωκράτης που υποστηρίζει πως η γλώσσα άρα και οι λέξεις είναι συμφωνία και επινόηση ενός επικοινωνιακού κώδικα. Σήμερα επικρατεί αυτή η άποψη, παρόλο που περιπτώσεις όπως της τυφλής και κωφάλαλης Ελεν Κέλερ βάζουν σε προβληματισμό ακόμη και τον υλιστή διανοούμενο Νόαμ Τσόμσκι, μεγάλο γλωσσολόγο.

Αφήνω λοιπόν τους επιστημονικούς δρόμους και τα άλυτα προβλήματα για να γυρίσω στον έρωτα για τις λέξεις. Τα πρώτα λεξικά είναι ουσιαστικά προίκα της τυπογραφίας, άρα πολύ σχετικά πρόσφατη κατάκτηση του ανθρώπου. Αν ζούσε ο Πλάτων, θα είχε αντιρρήσεις για τη συγκρότηση ενός λεξικού, αφού πίστευε πως ακόμη και η εφεύρεση της γραφής υπονόμευε και μείωνε και ελαχιστοποιούσε τη δυναμική και τη δημιουργικότητα της μνήμης!

Εξάλλου η γλώσσα και οι λέξεις προηγούνται χιλιάδες, ίσως εκατομμύρια χρόνια της γραφής. Η πρώτη μνεία γραφής υπάρχει στον Ομηρο, όπου αναφέρεται πως κάποιος που επιθυμούσε να στείλει ένα απόκρυφο μήνυμα σε κάποιον άλλον ξύρισε το κεφάλι του δούλου – ταχυδρόμου, το έγραψε, άφησε να μεγαλώσουν τα μαλλιά και όταν το μήνυμα το έλαβε ο παραλήπτης, ανάμεσα στα άλλα ζητούμενα που ήταν γραμμένα στο κρανίο ήταν και η εντολή να αποκεφαλιστεί ο φέρων! Είναι τα περίφημα «σήματα λυγρά», δηλαδή τρομερά, αποτρόπαια, φονικά. Ο πρώτος χαρακτηρισμός της γραφής! Στον Ομηρο πάλι μάθαμε πως τα έπεα είναι πτερόεντα, φτερωτά λόγια, λόγια του αέρα (;)!

Τα λεξικά που αγάπησα διασώζουν και χιλιάδες σήματα λυγρά, αλλά και χιλιάδες σωσίβια, φωνητικές χειραψίες, ερωτικά λιγώματα, παρηγορίες, κανακέματα, νανουρίσματα, σχέδια δράσης, αποδράσεις της φαντασίας, πολύτιμα μυστικά και επαναστατικά συνθήματα, αποχαιρετισμούς και υποδοχές, όρκους αφοσίωσης και εκρήξεις θαυμασμού, σεβασμού εκδηλώσεις και διακηρύξεις ειρήνης, φιλίας, συναδέλφωσης. Βέβαια και τα αντίθετά τους.

Ο μέγας φιλόσοφος των χρόνων μας, ο Χάιντεγκερ, έγραψε το ανεπανάληπτο και ωστόσο τόσο αυτονόητο «Η γλώσσα είναι το σπίτι του ανθρώπου», το καταφύγιο, η φωλιά του, το ταμπούρι του, η έπαλξη, η γέφυρα, ο δρόμος απόδρασης και σωτηρίας, ελπίδας και επιβίωσης.

Λάτρεψα τα λεξικά και την πληθώρα των λέξεων, τις παραλλαγές, τα συνώνυμα, τα αντίθετα, τα σύνθετα και τη γοητεία των συνάψεων. Σκεφτείτε την πορεία της σκέψης μόνο και μόνο με την κατανόηση των λέξεων: ευθανασία, αθανασία. Και οι δύο παραπέμπουν στο αναπότρεπτο γεγονός, το κυρίαρχο, το καταλυτικό, τον θάνατο, και οι δύο αποπειρώνται να αποδράσουν εντός και εκτός της ακτίνας επιρροής του.

Ξαναγυρίζω στις παιδικές μου μανίες που, χρόνια δάσκαλος, τις βρήκα και σε αρκετούς (όχι πολλούς) μαθητές μου, αρκετούς για να είναι παρήγορο. Είχα την έμμονη μανία με τις λέξεις και πίστευα πως μέσα στην πλημμύρα του λεξιλογικού ωκεανού δεν χαιρόμουν παρά ελάχιστες χαρές. Ετσι βάλθηκα να απομνημονεύω λέξεις, αλλά ακολουθώντας αυστηρά τη σειρά του λεξικού (το είχα για κακό να «πηδήξω» μία, πιθανόν σήμερα δύσχρηστη). Εβαλα όμως ως υποχρέωσή μου τις είκοσι, τριάντα νέες λέξεις που αφομοίωνα να τις εντάξω στην έκθεση που γράφαμε στο σχολείο κάθε Σάββατο. Αντιλαμβάνεσθε, στο δημοτικό φοιτούσα, να πρέπει π.χ. να βάλω σε έκθεση με θέμα «Η άνοιξη μας έφτασε» τη λέξη «βισμούθιο» που βρισκόταν στον υποχρεωτικό μου κατάλογο. Ετσι έμαθα σε βάθος τη στρατηγική της «μεταφοράς». Αλλά για να λειτουργήσει μια «μεταφορά» πρέπει να γνωρίζεις τις αναλογίες που την καθιστούν νόμιμη. Επρεπε να γνωρίζω τις χημικές και φυσικές ιδιότητες του βισμουθίου ώστε να λειτουργήσει μια αναλογία, αφού έπρεπε να αναφέρεται σε μυρωδιά π.χ.

Μ’ αυτό το κλειδί κατόρθωσα αργότερα να αποδέχομαι ή να απορρίπτω κυρίως στη μοντέρνα ποίηση ή την υπερρεαλιστική τις εύστοχες ή άστοχες συνειρμικές επιλογές των ποιητών. Πώς αλλιώς μπορείς να δεχτείς και να θαυμάσεις τους στίχους του Ελύτη «Η Μυρτώ σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι»!

Οσα σήμερα σημειώνω εδώ δεν θέλω να εκληφθούν ως μια γλωσσική προσωπική μου ιστορία. Βλέπω γύρω μου να ταλαιπωρείται η γλώσσα, να απαξιώνονται οι λέξεις και μάλιστα χωρίς φειδώ να καταναλώνονται αστόχαστα, πρόχειρα και συχνά βάναυσα, για την ιερότητά τους πορνικά.

Εχετε, αλήθεια, ποτέ φανταστεί πόσος μόχθος, πόση σοφία και πόση έγνοια επιστρατεύονται για να εισαχθεί στη γλώσσα μια νέα λέξη, άρα μια νέα εμπειρία;

Υπάρχει ένα αριστουργηματικό στη συγκρότησή του λεξικό στη γλώσσα μας, του Κουμανούδη, λεξικό των λέξεων που πλάστηκαν από τους λογίους μετά την άλωση της Πόλης. Φανταστείτε χιλιάδες νέες λέξεις, άγνωστες πριν από την άλωση, λέξεις των νέων εμπειριών, των νέων εργαλείων, των νέων μεθόδων, των νέων σχέσεων.

Από τη λέξη «αυτοκίνητο» έως τη λέξη «σιδηρόδρομος», από τη λέξη «σονέτο» έως τη λέξη «μυθιστόρημα», από τη λέξη «σχιζοφρένεια» έως τη λέξη «ιθαγένεια», από τη λέξη «φασισμός» έως τη λέξη «σοσιαλισμός». Και πάει… ψάχνοντας, για να διαπιστώσει κανείς πως ο κόσμος μας είναι κυρίως οι λέξεις για τον κόσμο, αφού ούτε ο κόσμος ούτε το χάος ούτε ο ουρανός ή η ζωή ξέρουν πως είναι κόσμος, χάος, ουρανός και ζωή.