Θέλω να σας πω κάτι, κύριε Κουβέλη, και θέλω να σας το πω πολύ καιρό τώρα. Πικράνατε πολλούς, πάρα πολλούς της δικής μου γενιάς. Με τη στάση σας τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο ακυρώσατε το δικό σας παρελθόν, αλλά προσπαθήσατε να ακυρώσετε και το δικό μας. Κι αυτό το τελευταίο δεν μπορώ να σας το συγχωρήσω. Δεν μπορώ να σας συγχωρήσω πως πατήσατε πάνω στα 18 μου χρόνια, πάνω στις ελπίδες μου, πάνω στη νεανική μου αφέλεια.
Τα χρόνια της Μεταπολίτευσης μαζί σας σεργιανούσαμε τα νιάτα μας στις ολόφωτες πλατείες του παρελθόντος. Αρκετά μεγαλύτερός μας, με ένα βιογραφικό απαστράπτον σαν καλογυαλισμένο κρύσταλλο, ήσασταν «ο σύντροφος που θέλαμε να γίνουμε»: από τη Νεολαία Λαμπράκη στον Ρήγα Φεραίο – τα θυμάμαι όλα, 19χρονη δημοσιογράφος τότε εγώ, βοηθούσα στο περιοδικό μας, τον «Θούριο» – κι έπειτα στο ΚΚΕ εσωτερικού, στο ΕΑΡ αργότερα. Και πάντα στις δικαστικές αίθουσες, συνήγορος των αδυνάτων, υπερασπιστής των «αντιφρονούντων». Τους υπερασπιζόσασταν συχνά χωρίς να παίρνετε δεκάρα τσακιστή, τα θυμάμαι αυτά, τα θυμάμαι όλα, κύριε Κουβέλη.
Οι νεότερες γενιές σάς χλευάζουν και σας λοιδορούν. Μπορεί να μην ξέρουν ποιος υπήρξατε κάποτε, ξέρουν όμως ποιος είστε τώρα. Τώρα που έχουμε ανάγκη από φωνές δυνατές και καθαρές, εσείς συνειδητά βουλιάξατε τη δική σας σε υπουργικές καρέκλες τις ανάξιες. Κι αν η δική μου γενιά – κι εγώ ανάμεσά τους, δεν το κρύβω – κρατήσαμε απόσταση από τις επιθέσεις στο πρόσωπό σας, το κάναμε όχι για να προστατέψουμε τη δική σας πορεία, αλλά τη δική μας. Οι νέοι δεν ξέρουν ποιος ήσασταν κάποτε, τι σηματοδοτήσατε για μας κάποτε – δεν ξέρουν κι ούτε έχουν καμιά καΐλα να το μάθουν. Το τώρα τούς καίει, το σήμερα, η απελπισία τους, η ανεργία, η μοναξιά, το σιχτίρι, το γαμώτο της ζωή τους. Γι’ αυτό είναι τόσο σκληροί μαζί σας.
Καταλάβατε, κύριε Κουβέλη; Σας ενδιαφέρει να καταλάβετε ή σας αφήνει παγερά αδιάφορο πλέον; Γιατί όταν γίνατε υφυπουργός του Καμμένου, στα επικριτικά σχόλια των πολιτών η κόρη σας απάντησε «ξίδι» σαν να μας έφτυνε στα μούτρα. Κι εσείς δεν αντιδράσατε, δεν μιλήσατε, δεν διαχωρίσατε τη στάση σας. Ως εκ τούτου, το ξίδι αυτό σε σας το χρεώνω. Εμάς, όλους εμάς κοιτάξατε στα μάτια και μας είπατε «ξίδι». Γιατί; Διότι προφανώς βαριέστε σπίτι σας κι είπατε να γίνετε υπουργός για να περάσει η ώρα.
Πριν από μερικά χρόνια η δημοτικότητά σας έπιανε ταβάνι. Με 50άρια ήσασταν πρώτος και με διαφορά ανάμεσα στους πολιτικούς αρχηγούς. Το 2012 η ΔΗΜΑΡ έφτασε το ποσοστό επιρροής 18% σε μέτρηση της Public Issue και πήρε 6,3 στις εκλογές. Πώς καταφέρατε σε χρόνο ντετέ να φτάσετε στο 0,48, μόνο εσείς το ξέρετε. Μπράβο, παντάξιος, και για όσους διαφωνούν «ξίδι» που είναι ευεργετικό για την οστεοπόρωση – σωματική ή πνευματική.
Εμείς σας αγαπούσαμε, κύριε Κουβέλη. Ομως, στις νεότερες γενιές δεν μπορούμε να μιλήσουμε για το χτες σας: μας ρουμπώνουν, βλέπετε, με το σήμερα. Α, και κάτι που δεν σας είπα τη μία και μοναδική φορά που συναντηθήκαμε. Ως γέννημα – θρέμμα της Β’ Αθήνας, εσάς ψήφιζα πάντα, εσάς σταθερά κι αμετακίνητα.
Γι’ αυτό τώρα νιώθω διπλά απογοητευμένη. Μην ανησυχείτε όμως, ξέρω το γιατρικό. Ξίδι απ’ τα χεράκια σας.
Με συντροφικούς χαιρετισμούς
Εμείς του ’70 οι εκδρομείς