«Εσένα τον μπαμπά σου δεν τον ήξερε κανείς!».
Το εννοούσε ως κοπλιμέντο. Ηθελε να πει ότι εγώ είμαι αυτοδημιούργητος, πως δεν στηρίχτηκα σε κάποια οικογενειακή παράδοση. Στη χώρα που όχι μόνο οι πολιτικοί αλλά και οι ηθοποιοί – και οι τραγουδιστές ακόμα – δίνουν το «δαχτυλίδι» στα παιδιά τους, γιατί να μην το κάνουν και όσοι γράφουν βιβλία; «Εάν εξαιρέσουμε τον Αλέξανδρο Δουμά υιό, δεν είχε άλλος συγγραφέας γονιό συγγραφέα…» θα του επεσήμαινα παιγνιωδώς. Με είχε πειράξει όμως εκείνο «τον μπαμπά σου δεν τον ήξερε κανείς» με τον απαξιωτικό – περιφρονητικό σχεδόν – τόνο που εκφράστηκε.
«Δίκιο έχεις… » θα του απαντούσα άμα δεν έκρυβα, από περηφάνια, την ενόχλησή μου. «… Πράγματι, ο πατέρας μου δεν είχε βγει ποτέ στην τηλεόραση, δεν είχε δει το όνομά του στην εφημερίδα παρά στην αγγελία του γάμου του. Μεγάλωσε στην Κατοχή, τελείωσε δουλεύοντας τη Νομική Σχολή, στεγάστηκε σε ένα από τα εκατοντάδες γραφεία της οδού Σανταρόζα και προτού έρθουν οι μεγάλες υποθέσεις – που θα του έφερναν ίσως λεφτά και φήμη -, πριν συμπληρώσει τα πενήντα, αρρώστησε και πέθανε. Στην κηδεία του δεν εκφωνήθηκαν λόγοι, δεν κατατέθηκαν στεφάνια από επισήμους ούτε καν από τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου. Μα ήταν ο πατέρας μου ένας πληθωρικός τύπος που ξενυχτούσε με την παρέα του στη Φωκίωνος Νέγρη συζητώντας για βιβλία και ταινίες δίχως να περνιέται για διανοούμενος. Που ερωτεύτηκε και έκλεψε τη μάνα μου, παντρεύτηκαν σε μία άδεια εκκλησία χωρίς προίκα, χωρίς δώρα, χωρίς συγκινημένα πεθερικά. Που αντί για αυτοκίνητο – το όνειρο του μικροαστού στα 70s – αγόραζε δίσκους κλασικής μουσικής και έραβε φίνα κοστούμια. Που με έμαθε ποδήλατο, μου διάβασε τον “Δον Κιχώτη”, μου άφησε στη βιβλιοθήκη του το “Κιβώτιο” του Αρη Αλεξάνδρου και τον “Φύλακα στη Σίκαλη”. Ναι, τον μπαμπά μου δεν τον ήξερε κανείς. Εκτός από τους μετρημένους εκείνους που ο ίδιος διάλεγε για φίλους και για συνομιλητές. Εάν το ίχνος του στη ζωή δεν ήταν ορατό στα πλήθη, αποδείχθηκε βαθύ. Διαρκές. Σαράντα σχεδόν χρόνια μετά τον θάνατό του, δεν περνά μέρα που να μην τον σκεφτώ. Ολος αγάπη…».
Το πάθος για διασημότητα, ο καημός να είσαι «επώνυμος» αποτελεί μια από τις κυρίαρχες νευρώσεις των τελευταίων δεκαετιών.
Παλιά ο κόσμος αναγνώριζε όσους εξ επαγγέλματος εξετίθεντο αποσκοπώντας σε κάτι πιο ουσιαστικό από το να τους χαιρετάνε στον δρόμο. Τους ποδοσφαιριστές που ίδρωναν τη φανέλα. Τους ηθοποιούς που έδιναν την ψυχή τους στη σκηνή. Τους πολιτικούς που υπηρετούσαν την εκλογική τους έστω πελατεία. Παλιά το έργο προηγούνταν της φάτσας. Οι εκδηλώσεις θαυμασμού εκτός παιδιάς έφερναν μέχρι και σε αμηχανία τούς αληθινά σημαντικούς. «Το να σε αναγνωρίζει ο μπακάλης της γειτονιάς σου είναι καλοδεχούμενο, σου δίνει φρέσκα πράγματα, τον εκτιμάς, σε εκτιμά. Αλλά το να σε αναγνωρίζει ο μπακάλης της παρακάτω γειτονιάς είναι μια δέσμευση για την οποίαν εγώ δεν θέλω να λάβω καμία ευθύνη. Σήμερα είμαι βέβαιος ότι ξέρουν το όνομά μου χωρίς να γνωρίζουν καλά καλά τι έχω κάνει…» έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις.
Ηρθε έπειτα η ιδιωτική τηλεόραση και άρχισε βουλιμικά να καταναλώνει «φρέσκα πρόσωπα». Από τα πάνελ και από τα πρωινάδικα παρήλαυναν άνθρωποι δίχως συγκεκριμένη προσφορά, δίχως σαφές επάγγελμα καλά καλά, που διέθεταν μονάχα γνώμη, άποψη για όλα, και την εξέφραζαν ακκιζόμενοι στην κάμερα. Το μόνο ζητούμενο ήταν να φέρνεις «νούμερα». Να σε κοιτάει ο κόσμος έστω και για χάζι, έως και χλευάζοντάς σε. Και ταλαντούχοι ακόμα καλλιτέχνες και φερέλπιδες πολιτικοί έπεσαν στην παγίδα. Κατήντησαν τηλεπερσόνες. Σειρά είχαν οι ένοικοι των Μπιγκ Μπράδερ, παιδιά εν πλήρει συγχύσει αθώα, τα οποία εκτοξεύονταν σαν πυροτεχνήματα κάθε σεζόν και ήταν αποκαΐδια την επόμενη.
Το πανηγύρι της ματαιοδοξίας ολοκληρώθηκε με την επέλαση των σόσιαλ μίντια. Δισεκατομμύρια πλέον διεθνώς διαθέτουν τη σελίδα τους στο Φέισμπουκ, τον λογαριασμό τους στο Τουίτερ και στο Ινσταγκραμ και ανεβάζουν ακατάσχετα φωτογραφίες, αμπελοφιλοσοφίες, ειδήσεις ιδιωτικού αποκλειστικά χαρακτήρα, γεγονότα ασήμαντα ή τραγικά, «ο σκύλος μου έπαθε δυσκοιλιότητα», «διαγνώστηκα με καρκίνο», κοινοποιούν τη ζωή τους λεπτό προς λεπτό, σαν να μην αντέχουν το βάρος της. Μοιράζονται τα πάντα, ακατέργαστα, αχώνευτα – τα ανταλλάσσουν, για την ακρίβεια, με λάικς. Κανείς μας σχεδόν, δεν εξαιρώ τον εαυτό μου, δεν ανθίσταται απολύτως στον πειρασμό. Στον παράλληλο ψηφιακό κόσμο, η διασημότητα μοιάζει με υπερπληθωρισμένο νόμισμα. Προσφέρεται αφειδώς σε όποιον τη λαχταρά. Δεν έχει ωστόσο πραγματικό αντίκρισμα.
«Τον μπαμπά σου δεν τον ήξερε κανείς!». Πόσοι, στις μέρες μας, απολαμβάνουν ένα τέτοιο προνόμιο;