Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, πριν από τη δημιουργία της ζώνης του ευρώ, οδήγησε σε μια μεγάλη περίοδο οικονομικής στασιμότητας ή ελάχιστης ανάπτυξης. Αυτό οφείλεται τόσο στο παραδοσιακό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας όσο και στην οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε στη δεκαετία του 1980, όταν υπήρξε εκτροχιασμός των δημόσιων οικονομικών, με την έκρηξη των δημόσιων δαπανών και του δημόσιου χρέους και πολύ υψηλός πληθωρισμός.
Στη δεκαετία του 1990, η πολιτική της σύγκλισης αποδείχθηκε αναποτελεσματική, με αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να ενταχθεί στη ζώνη του ευρώ με σημαντικές δημοσιονομικές ανισορροπίες και χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα.
Από τη στιγμή που η Ελλάδα μπήκε στη ζώνη του ευρώ, το μόνο εργαλείο σταθεροποίησης της οικονομίας που της απέμεινε ήταν η δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή η πολιτική των φόρων, των δημόσιων δαπανών και του χρέους. Ωστόσο, σε συνθήκες ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων σε μια νομισματική ένωση, η δημοσιονομική πολιτική δεν αρκεί για να επιτευχθεί ο διττός στόχος της επαρκούς οικονομικής ανάπτυξης χωρίς προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών. Μια προσπάθεια αντιμετώπισης της ανεργίας με δημοσιονομικά μέτρα, όπως η μείωση των φόρων ή η αύξηση των δημόσιων δαπανών, οδηγεί νομοτελειακά σε εξωτερικές ανισορροπίες, με τη μορφή της διεύρυνσης του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Από την άλλη, μια προσπάθεια αντιμετώπισης των εξωτερικών ανισορροπιών, με τη μορφή της αύξησης των φόρων ή της μείωσης των δημόσιων δαπανών, οδηγεί νομοτελειακά σε αύξηση της ανεργίας και ύφεση.
Για τα πρώτα δέκα χρόνια μετά τη διασφάλιση της ένταξης, η ελληνική οικονομία κατόρθωσε να απολαύσει ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη συνδυασμένη με χαμηλό πληθωρισμό. Η ταχύτερη αυτή ανάπτυξη ήταν αποτέλεσμα της ανόδου τόσο των επενδύσεων όσο και της κατανάλωσης, λόγω της σημαντικής μείωσης των επιτοκίων που επέφερε η συμμετοχή στην ευρωζώνη.
Από την άλλη, η διεύρυνση της διαφοράς επενδύσεων – αποταμιεύσεων οδήγησε νομοτελειακά σε διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, κάτι που εν μέρει αγνοήθηκε σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας πριν από την κρίση, λόγω του ότι ο εξωτερικός δανεισμός γινόταν σε ευρώ. Επιπλέον, από τη στιγμή της ένταξης το 2000, η πολιτική χαλάρωσε και εντάθηκαν τόσο οι δημοσιονομικές ανισορροπίες όσο και το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας.
Ωστόσο, το οκταετές πρόγραμμα προσαρμογής που υιοθετήθηκε στον απόηχο της κρίσης του 2010 έχει, μέχρι στιγμής, αποδειχθεί μία παταγώδης αποτυχία, καθώς οδήγησε την ελληνική οικονομία σε μία υπεροκταετή ύφεση πρωτοφανούς διάρκειας και βάθους. Στο δίλημμα μεταξύ ύφεσης και εξισορρόπησης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών οι «θεσμοί» επέλεξαν μια παρατεταμένη ύφεση, και αυτό αποτυπώθηκε και στα τρία Μνημόνια.
Τι μπορεί να γίνει τώρα, καθώς το πρόγραμμα αυτό ολοκληρώνεται;
Αυτό που πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία είναι η παλινδρόμηση στις πολιτικές της τριακονταετίας πριν από την κρίση. Ο κίνδυνος του λαϊκισμού ελλοχεύει πάντοτε, ιδίως σε μία οικονομία που έχει περάσει μια τόσο μεγάλη ύφεση. Χρειάζεται ένα ανασχεδιασμένο, αξιόπιστο και συνεπές μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα ανάκαμψης, με προσδοκώμενη διάρκεια και ευρύτερη στόχευση από αυτή μιας κυβερνητικής θητείας. Το πρόγραμμα αυτό θα πρέπει βεβαίως να είναι αποδεκτό και από τους ευρωπαϊκούς «θεσμούς», αλλά εναπόκειται σε εμάς να το σχεδιάσουμε και να συνεργαστούμε τόσο μεταξύ μας, όσο και με τους «θεσμούς».
Στόχευση ενός αποτελεσματικού προγράμματος πρέπει να είναι η ανάκαμψη των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης που είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο αυτό θα πρέπει να γίνει χωρίς εκ νέου διεύρυνση των ελλειμμάτων του Δημοσίου και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Ως εκ τούτου το πρόγραμμα θα πρέπει να τηρήσει λεπτές ισορροπίες.
Προκειμένου να επιτευχθεί η διατηρήσιμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, απαιτείται πρωτίστως μια αξιόπιστη φορολογική μεταρρύθμιση φιλική προς τις επενδύσεις, καθώς και τολμηρές μεταρρυθμίσεις στον ρόλο και στη λειτουργία του δημόσιου τομέα. Η φορολογική μεταρρύθμιση θα πρέπει να είναι δημοσιονομικά ουδέτερη ή να συνδυαστεί με αντίστοιχη μείωση των πρωτογενών δαπανών του Δημοσίου. Αν συνδυαστεί με περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους αυτό θα είναι ένα επιπλέον θετικό στοιχείο. Οταν επιτευχθεί και εμπεδωθεί η ανάκαμψη, τότε θα δημιουργηθούν περιθώρια και για αποκατάσταση των κοινωνικών αδικιών που χαρακτήρισαν το πρόγραμμα προσαρμογής.
Επιπλέον απαιτούνται μεσοπρόθεσμα χειρισμοί που θα ενισχύσουν την αξιοπιστία της ελληνικής πολιτείας έναντι των επενδυτών και των καταναλωτών, ώστε να ενισχυθούν οι άμεσες ξένες επενδύσεις, να ανακάμψει η κατανάλωση με βάση τα εισοδήματα και τα περιουσιακά στοιχεία των καταναλωτών, και όχι τον εξωτερικό δανεισμό. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να ενταθούν οι αναπτυξιακές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως οι αποκρατικοποιήσεις, οι συνεργασίες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και η αναμόρφωση και περιορισμός του οικονομικού ρόλου του κράτους στις επιτελικές και κοινωνικές του προτεραιότητες.
Στοιχείο που θα βοηθήσει την ανάκαμψη είναι να αντιστραφεί, εν μέρει τουλάχιστον, η εκροή κεφαλαίων που αποσταθεροποίησε το χρηματοπιστωτικό σύστημα κατά τη διάρκεια της κρίσης, με κίνητρα επαναπατρισμού κεφαλαίων. Η παράλειψη επιβολής περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων όταν ξέσπασε η κρίση το 2010 ήταν βασική αδυναμία του προγράμματος προσαρμογής, και συνετέλεσε τόσο στο μέγεθος όσο και στη διάρκεια της ύφεσης που βιώσαμε.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν, ακόμη και στην περίπτωση που ξεπεραστούν οι εσωτερικές πολιτικές αντιθέσεις, και σχεδιασθεί ένα αξιόπιστο πρόγραμμα, που, σε αντίθεση με τα Μνημόνια, θα προτάσσει τον στόχο της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, θα μπορέσουμε να πείσουμε και τους εταίρους και δανειστές μας να ξεπεράσουν τα δικά τους ιδεολογικά και πολιτικά στερεότυπα και περιορισμούς. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος των ελληνικών κυβερνήσεων στο άμεσο μέλλον, καθώς σε αντίθετη περίπτωση, οι διεθνείς χρηματαγορές θα εξακολουθήσουν να είναι επιφυλακτικές, αν όχι αρνητικές, αναφορικά με τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Ο Γιώργος Αλογοσκούφης είναι καθηγητής στην έδρα Καραμανλή στη Σχολή Fletcher του Πανεπιστημίου Tufts των ΗΠΑ και στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών