Προσπαθούσα, μέρες μετά, να καταλάβω τι ήταν αυτό που με ενόχλησε τόσο πολύ στην επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στο Μάτι, για να παίξει ακόμα έναν μονόλογο πλαισιωμένος από ανθρώπους που τον χειροκροτούσαν. Δεν ήταν το προφανές. Αλλά τι ήταν; Τελικά το κατάλαβα. Ηταν η απόπειρα των επικοινωνιολόγων του να μεταμφιέσουν το άσχημο από την πυρκαγιά τοπίο, με τους κουρασμένους, θλιμμένους και απεγνωσμένους ανθρώπους, σε κάτι άλλο. Η προσπάθεια να καλυφθεί η εικόνα της καταστροφής από μια άλλη εικόνα, αναγέννησης και κρατικού ελέγχου. Να καλυφθούν τα καμένα από ένα φωτεινό ντεκόρ, μέρος του οποίου είναι και οι χειροκροτητές του. Η εικόνα αυτή, επίπλαστη, προπαγανδιστική, μια μάσκα ομορφιάς, είναι ανάλογη εκείνης που περιγράφει ο Κούντερα στο βιβλίο του «Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης» (εκδ. Εστία). Είναι μια τυπική κιτς εικόνα.

Μια κιτς εικόνα χρειάζεται μια κιτς κορύφωση. Κι αυτή έρχεται όταν ένα παιδάκι παραδίδει μπουκέτο με λουλούδια στον Πρωθυπουργό. Τι πρωτότυπο!

Η εικόνα ενός πολιτικού με ένα τρυφερό, αθώο, γλυκούλι παιδάκι είναι η πιο συνήθης εικόνα στην απέραντη επικράτεια του πολιτικού κιτς. Γιατί; Επειδή το κιτς αισθητικοποιεί την εικόνα των πολιτικών. Κι επειδή μετατρέπει την πολιτική σε συναίσθημα: «Οταν μιλάει η καρδιά, δεν κάνει να φέρνει αντιρρήσεις το μυαλό. Στο βασίλειο του κιτς ασκείται η δικτατορία της καρδιάς», λέει ο Κούντερα.

Βεβαίως, η δουλειά των πολιτικών είναι να σχεδιάζουν, να συγκρούονται με συμφέροντα, να επιδιώκουν να δουλέψει το κράτος, να μετρούν και να κατανέμουν πόρους, να επιλέγουν. Να επιδιώκουν να δουλέψει το κράτος – όχι όπως έγινε στο Μάτι. Να δουλεύουν για το κοινό καλό. Ολα αυτά, ασφαλώς, χρειάζονται λογική κι όχι συναίσθημα. Χρειάζονται πρωτίστως σύστημα, όχι επικοινωνιακές παράτες.

Αλλά ο Τσίπρας είναι ένας πολιτικός που εξαρχής αντιστρατεύθηκε τη λογική. Του έλεγαν ότι δεν γίνεται να σκίσεις τα Μνημόνια, ότι δεν έχεις τη δύναμη να αλλάξεις την Ευρώπη (και να την κάνεις σαν μην πω). Τι ήθελε όμως ο κόσμος; Να είμαστε όλοι όμορφοι, νέοι, υγιείς και πλούσιοι. Μπήκε μπροστά το συναίσθημα, και ιδού το αποτέλεσμα.

Ο Τσίπρας θέλει διακαώς την εξουσία, δεν γίνεται να ζήσει μακριά της. Πώς μπορεί να παραμείνει παίκτης στο παιχνίδι της διεκδίκησής της; Με τη λογική; Αν ακολουθούσε τη λογική και επεδίωκε ό,τι αυτή πρόσταζε, δεν θα είχε παραμύθι να προσφέρει. Θα πήγαινε με κατεβασμένα χέρια στην ήττα. Ενώ τώρα ετοιμάζει ένα νέο πρόγραμμα Θεσσαλονίκης. Βέβαια, οι αγορές θα βαράνε τα νταούλια, η χώρα θα χορεύει τρεκλίζοντας αλλά ο Τσίπρας μόνο έτσι έχει ελπίδα να παραμείνει σε τροχιά εξουσίας. Γι’ αυτόν, προέχει ο εαυτός του, η χώρα είναι το εργαλείο για τα δικά του εξουσιαστικά σχέδια.

Θα το τραβήξει μέχρι τέλους. Εξαγγέλλοντας παροχές και δήθεν αναπτυξιακές πολιτικές, θα επιδιώξει να κρύψει την έλλειψη στρατηγικής για τη χώρα. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά εκείνων που φιλοτεχνούν την εικόνα του. Την εικόνα ενός κιτς πολιτικού, ενός εξουσιαστή που αμύνεται περί πάρτης.