«Μόνο ο Σαίξπηρ έκανε περισσότερα σουξέ από τον Νιλ Σάιμον». Η φράση αυτή επαναλαμβανόταν στο Μπρόντγουεϊ κάθε φορά που η συζήτηση έθετε το επίμαχο ερώτημα: οι εργαζόμενοι στο θέατρο οφείλουν να επιδιώκουν το αισθητικό τους όραμα αδιαφορώντας αν θα το συμμεριστεί και το κοινό; Πρέπει το θέατρο, όπως και κάθε τέχνη, να μην επιδιώκει συμβιβασμούς με την αγορά, με τον κόσμο, αλλά να οιστρηλατείται αποκλειστικά από την έμπνευση, από τη συνθετότητα της καλλιτεχνικής έκφρασης, από την πρωτοτυπία και τη διεκδίκηση του υψηλού; Και γι’ αυτό ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να νοιάζεται για την απήχηση του έργου του, ας τον πληρώνουν οι χορηγοί ή το κράτος;
Ο συγγραφέας πολλών θεατρικών κωμωδιών Νιλ Σάιμον, που πέθανε στις 26 Αυγούστου 2018, δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να εμπλακεί σε τέτοιες συζητήσεις. Εξαρχής διεκδίκησε να εργαστεί στο θέαμα. Εξαρχής ήξερε ότι η όποια επιτυχία του είχε να κάνει με την αποδοχή του από το κοινό. Εξαρχής ήξερε ότι, για να τα καταφέρει, πρέπει να κάνει ένα είδος λαϊκής κωμωδίας – όχι βέβαια φαρσικές ξεφτίλες, όχι αμερικανικό Δελφινάριο, το αντίθετο, έπρεπε να κάνει κωμωδίες ηθών στα οποία θα καθρεφτίζονται η ζωή και το χιούμορ της αμερικανικής μεσαίας τάξης. Ηταν αυτό που έκανε τέχνη; Δεν τον ένοιαζε – όπως δεν ένοιαζε στις μέρες του τον Σαίξπηρ. Ηταν όμως θέατρο. Με επίπεδο, σταθερές, υψηλή τεχνική, βαθιά γνώση της κοινωνίας στην οποία αναφερόταν, ευστροφία και επιδεξιότητα στο στήσιμο της πλοκής και στο ξετύλιγμά της. Και κάτι ακόμα: ήταν λαϊκό θέατρο μιας πόλης που γέννησε ο ανταγωνισμός και το υψηλό επίπεδο της καθημερινότητάς της. Ο Νιλ Σάιμον ήταν λαϊκός θεατρικός συγγραφέας, αλλά λαϊκός θεατρικός συγγραφέας της Νέας Υόρκης. Ταυτόχρονα τοπικός και παγκόσμιος. Γι’ αυτό άλλωστε γράφτηκαν γι’ αυτόν τόσο πολλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Επειδή, ως νεοϋορκέζος κωμωδιογράφος, ήταν γνωστός από τα έργα του και τη φήμη του σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο Νιλ Σάιμον, που είχε γεννηθεί το 1927 στο λαϊκό Μπρονξ της Νέας Υόρκης, ήταν ένα από τα πολλά πρόσωπα που εξέφρασαν το αμερικανικό όνειρο, ό,τι σήμαινε τέλος πάντων αυτή η λέξη τα μεταπολεμικά χρόνια. Οι γονείς του ήταν φτωχοί άνθρωποι του μεροκάματου. Ο πατέρας του ήταν πωλητής, η μάνα του δούλευε σε πολυκατάστημα – μάλιστα χώρισαν πολύ νωρίς, και ο μικρός Νιλ, μαζί κι ο αδελφός του Ντάνι ζούσαν σε συγγενείς τους.
Ηταν η εποχή που διέξοδο στις λαϊκές τάξεις έδινε το σινεμά. Τα δύο αδέλφια αγάπησαν πολύ την κινηματογραφική κωμωδία, ιδίως τον Τσάρλι Τσάπλιν, και από κάποια στιγμή και μετά ήθελαν να του μοιάσουν. Ως έφηβοι, μάλιστα, σκάρωναν αστεία τα οποία πωλούσαν σε παραγωγούς κωμικών εκπομπών του ραδιοφώνου.
Στο μεταξύ, ο Νιλ πήγε κολέγιο, μετά στρατό κι ύστερα έψαξε για μια αξιοπρεπή δουλειά, να ζήσει. Τελικά βρήκε δουλειά στη Warner Bros, στο τμήμα αλληλογραφίας του κολοσσού του θεάματος. Εκεί έβρισκε χρόνο να γράφει κωμωδίες σε θεατρική φόρμα που τις πουλούσε στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Μετά το 1960, αρκετά γνωστός πλέον, είπε να δοκιμάσει την τύχη του με πιο ολοκληρωμένα έργα για το θέατρο. Είχε επιτυχία από την αρχή.
Οι ιστορίες του, από την αρχή, είχαν συνήθως μια τυποποίηση που τον βοηθούσε να ξεκινήσει: κατ’ αρχάς, δύο άνθρωποι έχουν προσωπικές διαφορές. Αυτό από μόνο του μπορεί να επιτρέψει τη χρήση διαφόρων κωμικών γκανγκ, ενώ ταυτόχρονα, ανάλογα με την πλοκή, μπορούν να αναπτύσσονται αρκετοί ακόμα χαρακτήρες. Μια τέτοια ιστορία ήταν και η πρώτη μεγάλη επιτυχία του: το «Παράξενο ζευγάρι», το τρίτο έργο που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ, στηρίχτηκε στη φιλία και στον ανταγωνισμό δύο παράξενων χαρακτήρων, του Φέλιξ και του Οσκαρ. Κι οι δύο είχαν αποτυχημένους γάμους, αλλά η συμβίωσή τους για να μειώσουν το κόστος διαβίωσης τους οδήγησε να τσακώνονται μεταξύ τους για τον ίδιο λόγο που τσακώνονταν και με τις γυναίκες τους…
Το «Παράξενο ζευγάρι» (που, όπως έλεγε ο ίδιος, το εμπνεύστηκε από τη συγκατοίκηση δύο ανθρακωρύχων με καταγωγή από την Ουαλία) παίχτηκε δύο χρόνια στο θέατρο, αλλά στη συνέχεια μεταγράφηκε για την τηλεόραση και το σινεμά – έκανε δηλαδή τον συγγραφέα του πάμπλουτο. Εκτοτε, οι επιτυχίες ήταν συνεχείς: «Γλυκιά Τσάριτι», «Κορίτσι του αποχαιρετισμού», «Ξυπόλητοι στο πάρκο», «Αιχμάλωτοι της Β’ Λεγεώνας», «Παίζουν το τραγούδι μας», «Φήμες», «Σαν τον παλιό καλό καιρό»… Ο Νιλ Σάιμον κράτησε τα βασικά μοτίβα της πλοκής και τα αστεία στον κορμό των ιστοριών του, επιχειρώντας οι χαρακτήρες του να εμβαθύνουν στα προβλήματα της ζωής: την πίεση της εργασίας, τη συχνά φαινομενική λάμψη της επιτυχίας, τον αντισημιτισμό, αλλά και τη διαχείριση της εβραϊκότητας στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής της μητρόπολης. Βραβεύτηκε με τέσσερα θεατρικά βραβεία Tόνι, με ένα Πούλιτζερ, ενώ είχε και υποψηφιότητα για Οσκαρ.
«Η επιτυχία είναι η καλύτερη εκδίκηση» λέει μια παλιά παροιμία. Ο Νιλ Σάιμον εξαρχής κυνήγησε την επιτυχία – και την κέρδισε για έναν απλούστατο λόγο: επειδή καλλιέργησε το ταλέντο του, αλλά και επειδή ο κόσμος του θεάματος της Νέας Υόρκης είχε ανάγκη το ταλέντο του. Είχε ανάγκη να βλέπει την καθημερινή ζωή από την κωμική πλευρά της.
Η Νέα Υόρκη υπήρξε η κοιτίδα πολλών και σπουδαίων καλλιτεχνικών κινημάτων. Ωστόσο, ένα είδος που δεν διεκδικεί μοντέρνες δάφνες είναι αξεπέραστο: οι πλοκές που ξεδιπλώνονται σε μια ήρεμη, κανονική, ειρηνική καθημερινότητα, η μεγάλη κατάκτηση της οποίας είναι να κυλά ανέμελη, να μη συμβαίνει τίποτα περισσότερο από το πέρασμα του χρόνου. Το είδος αυτό, από τον Σάιμον και το Χόλιγουντ έως πολλές σημερινές σειρές του Netflix, διεκδικεί τους θεατές. Και τους κερδίζει.
Επειδή είναι σπουδαίο ακόμα και για τους πολύ απαιτητικούς από τη ζωή να ξέρουν ότι, κάπως, κάπου, η ζωή κυλάει ειρηνικά, ήρεμα, κανονικά.
Αυτή την κανονικότητα που δεν την εκτιμούμε, παρά μόνον αν τη χάσουμε.