Ιανουάριος 2015. Η Πλατεία Ομονοίας σφύζει από κόσμο. Υπό τους ήχους του «Ροκ της καντίνας», ο Αλέξης Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα. Σηκώνει τα χέρια ψηλά, χαιρετάει το πλήθος. Μιλάει για τον «πόθο του λαού για μια μεγάλη Αλλαγή» και την «ελπίδα που έφτασε». Ανύποπτα, εκεί που το αριστερό του κοινό αλαλάζει με τις αναφορές στη Μέρκελ και στο τρίγωνο της διαπλοκής, σιγεί στιγμιαία μόλις ακούει πως «όλοι μαζί μπορούμε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα».
Σεπτέμβριος 2015. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει στις πλάτες του έξι μήνες διακυβέρνησης, ένα διχαστικό δημοψήφισμα και μια ολονύχτια διαπραγματευτική ήττα. Το αφήγημα κάνει λόγο για μια «διαρκή μάχη» και για «ήρωες που δεν κρίνονται σε μία βραδιά». «Λαέ της Αθήνας, η σημερινή μας συγκέντρωση θυμίζει τις μεγάλες συγκεντρώσεις της Μεταπολίτευσης». Ανοιχτά, πλέον, ο Τσίπρας απευθύνει κάλεσμα «σε κάθε δημοκράτη και προοδευτικό πολίτη, για να μην επιτρέψουμε την παλινόρθωση μιας ακραίας και νεοφιλελεύθερης Δεξιάς». Ο τόνος του επιτακτικός, οι παύσεις του γνώριμες, η προφορά στο «λ» χαρακτηριστική – τόσο, που κανείς δεν έχει πλέον αμφιβολία ποιον προσπαθεί να θυμίσει.
«Ο λαός στην εξουσία»
Η σοσιαλδημοκρατική στροφή ήταν, πρώτα απ’ όλα, επικοινωνιακή. Οπως αποκάλυψε τις προηγούμενες ημέρες ο Νίκος Παπανδρέου, στον απόηχο της επετείου της 3ης Σεπτέμβρη, οι ομιλίες του Ανδρέα Παπανδρέου ζητήθηκαν από την οικογένεια και, όπως φαίνεται, μελετήθηκαν εκτενώς. Ακόμα και το κοπιάρισμα, άλλωστε, χρειάζεται μελέτη. Η οικεία εικόνα του Ανδρέα ενέπνευσε τους επιτελείς του Πρωθυπουργού, που κατάλαβαν πως «η Αριστερά στην εξουσία» θα έχει μικρή διάρκεια αν ο ηγέτης δεν κερδίσει τον χώρο του πολιτικού Κέντρου. Και μπορεί ο Τσίπρας να μην έβαλε ζιβάγκο, όμως αργά αλλά σταθερά άρχισε να ενσωματώνει στοιχεία και κινήσεις του ιστορικού ηγέτη του ΠΑΣΟΚ. Τους λαρυγγισμούς, τα συνθήματα – ακόμα και τα άσματα στις προεκλογικές του ομιλίες, που κάποτε προκαλούσαν ρίγη συγκίνησης στον κόσμο του ΠΑΣΟΚ.
Και προφανώς όλα αυτά δεν ξεκίνησαν το 2015, αλλά το μακρινό 2012. «Ο λαός για τον λαό», «το χρονοντούλαπο της Ιστορίας», «εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία». Ολα χρησιμοποιήθηκαν πολύ προσεκτικά και σε μικρές δόσεις από τη σημερινή κυβέρνηση, που παρήλασε από τις πράσινες, λαϊκές γειτονιές προσφέροντας την ψευδαίσθηση της Αλλαγής και υποσχόμενη καλύτερες μέρες. Από τις μικρές τοπικές συγκεντρώσεις έως τις ομιλίες στη Βουλή, ο Ανδρέας υπήρχε πάντα στο μυαλό ενός επικοινωνιολόγου ή κάποιου λογογράφου. Αλλες φορές περισσότερο και άλλες λιγότερο. Οι λαϊκίστικες εξάρσεις του Τσίπρα έξυναν το θυμικό, ενώ η φράση με τον ήλιο βρήκε καταφύγιο ακόμα και στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ.
Ελπίδα, δημοκρατία και ηθικό πλεονέκτημα
Δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιος επιχειρεί να αντιγράψει τον Παπανδρέου. Οι φράσεις του, κάποιες φορές αντικρουόμενες η μία με την άλλη, έχουν χρησιμοποιηθεί διαχρονικά από την πλειονότητα των ελλήνων πολιτικών κάθε απόχρωσης – ακόμα και από τον Πάνο Καμμένο. Οπως εξηγούν όσοι τον πρόλαβαν, ο Ανδρέας (ο πρώτος που κατάφερε να μείνει στην Ιστορία με το μικρό του όνομα) είχε τη μοναδική ικανότητα να εμπνέει «ακόμα κι όταν δεν έλεγε τίποτα». Η πολιτική του επιρροή, σε συνδυασμό με την πολυετή παρουσία τού ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, έγραψε την ιστορία της Μεταπολίτευσης. Η συνταγή ήταν δοκιμασμένη, με εγγυημένη επιτυχία. Αφού λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ενστερνίστηκε ποτέ πραγματικά τις ανανεωτικές καταβολές του, αποφάσισε πως ο πιο εύκολος δρόμος για την κατάληψη της εξουσίας είναι το copy – paste.
«Αυτή είναι συγκέντρωση της δημοκρατίας, της νίκης και της αλλαγής. Ο λαός προσπαθεί εδώ και χρόνια να διαφεντέψει τις τύχες της χώρας του. Σ’ αυτές τις εκλογές αναμετράται η ελπίδα με τη σήψη, η ηθική με τη διαφθορά». Το απόσπασμα του 1981 φαντάζει απελπιστικά γνώριμο, γιατί πάνω του χαράχτηκε η βασική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ. Το ΠΑΣΟΚ ήταν τότε για τον ηγέτη του «ένας αθώος έφηβος». «Δεν κυβερνούσαμε εμείς 40 χρόνια, έχουμε το ηθικό πλεονέκτημα» έλεγε και ο ΣΥΡΙΖΑ τέσσερα χρόνια πριν. «Μας κατηγορούν πως δεν καταφέραμε σε οκτώ χρόνια να διορθώσουμε όσα τους πήραν δεκαετίες να διαλύσουν. Δεν τα προφτάσαμε όλα, είναι αλήθεια» φώναζε από το μπαλκόνι ο Ανδρέας το 1985. Η ίδια φράση ακούγεται από το σημερινό κυβερνητικό δυναμικό, με τον χρόνο να αλλάζει, ανάλογα με την περίσταση και την εποχή. Το μοτίβο αναμένεται να συνεχιστεί, καθώς η αντιγραφή εξακολουθεί να παίρνει πολιτικές διαστάσεις, με το αφήγημα του διπόλου «πρόοδος ή συντήρηση» – που θυμίζει επικίνδυνα το «δημοκρατία ή αυταρχισμός» της δεκαετίας του ’80.
Η εικόνα δεν είναι αρκετή
Ο Tσίπρας, όμως, δεν μπορεί να γίνει Ανδρέας. Οχι γιατί δεν το προσπάθησε, αλλά γιατί, ειδικά σε κάτι τέτοια, η εικόνα δεν είναι ποτέ αρκετή. Ο Ανδρέας, παραδέχονταν ακόμα και οι εχθροί του, ήταν λαϊκός και αστός μαζί – με τη Ρίτα, αλλά και με το Χάρβαρντ. Είχε πάντα πλήρη εικόνα της κατάστασης και, στα δύσκολα, δεν έφευγε ποτέ από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων χωρίς να κερδίσει κάτι για τη χώρα του.
Και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ΠΑΣΟΚ. Τα δύο κόμματα δεν έχουν την ίδια σύσταση και τα στελέχη τους δεν έχουν τις ίδιες καταβολές – αντίθετα, οι μεν ανδρώθηκαν μέσα στην Αριστερά που είδε το πολιτικό ρεύμα της πρώτης μεταδικτατορικής περιόδου να διεμβολίζεται από τον πράσινο ήλιο. Είναι οι ίδιοι που μέχρι την τελευταία στιγμή αρνούνταν πεισματικά την όποια συνεργασία με την Κεντροαριστερά. Τα αισθήματα καχυποψίας διατηρούνται μέχρι σήμερα, εξού και οι αντιδράσεις εντός του κόμματος για την πασοκοποίησή του.
Παράλληλα, η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία στηρίχθηκε στην ενότητα – στην εθνική συμφιλίωση, στην ένωση των δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου, λίγα μόλις χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας. Δεν υπήρχε δίλημμα «εμείς ή αυτοί» ούτε ανάγκη για ρεβάνς. Δεν υπήρχε ανάγκη για διαγγέλματα της Ιθάκης ούτε για δημοψηφίσματα που σχεδόν κατέστρεψαν τη χώρα. Ο Ανδρέας δεν πόνταρε στον διχασμό, δεν τράφηκε από αυτόν και δεν βασίστηκε στα άκρα. Αντίθετα, η εθνική συνεννόηση έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησής του – ακόμα και λίγο μετά το Ειδικό Δικαστήριο.
Κυρίως, όμως, το πράσινο αποτύπωμα που επιχειρεί να αντιγράψει η κυβέρνηση είναι αποτύπωμα μιας ολόκληρης εποχής, που δεν έχει πολλή σχέση με τη σημερινή. Η γνωστή φράση λέει πως η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, παρά μόνο ως φάρσα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάποιος θα μπορούσε να μιλήσει και για τραγωδία.