Δύο επίπεδα προσδοκιών αναδείχθηκαν στον κόσμο μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953, ιδίως στο πρώτο διάστημα της αλλαγής φρουράς στο Κρεμλίνο. Το ένα αφορούσε το εσωτερικό της ίδιας της πρώην ΕΣΣΔ και των δορυφόρων κρατών της στην Ανατολική Ευρώπη. Και είχε να κάνει με αυτό που ονομάστηκε «αποσταλινοποίηση» και υποσχόταν περισσότερη ελευθερία και λιγότερο σκληρό αστυνομικό κράτος. Το δεύτερο επίπεδο αφορούσε τη Δύση, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Εκεί, το ζήτημα ήταν αν και πώς μετά τον Στάλιν θα μπορούσε να αποκλιμακωθεί ο Ψυχρός Πόλεμος. Είναι αρκετά δύσκολο να αποτιμηθεί με ακρίβεια το πρώτο επίπεδο, στο εσωτερικό του σοβιετικού κόσμου: παρά τις διακηρύξεις και τις προσδοκίες, παρά το γεγονός ότι το καθεστώς φρόντισε, ώς έναν βαθμό, να μη διαφημίζει το ίδιο την αγριότητά του, η ουσία, όπως άλλωστε πιστοποιούν μεταξύ άλλων και, πολύ αργότερα, τα γεγονότα της Πράγας, δεν άλλαξε. Είναι όμως βέβαιο ότι οι προσδοκίες ως προς τον κατευνασμό της διεθνούς έντασης υπό την απειλή της καθολικής καταστροφής, κάθε άλλο παρά επαληθεύτηκαν. Αντιθέτως, λίγο καιρό μετά, ο πλανήτης θα έφτανε για πρώτη φορά, και ευτυχώς τελευταία, τόσο κοντά στο χείλος της τελικής σύρραξης.
Την ώρα πάντως που ο Νικίτα Χρουστσόφ έφτανε στις ΗΠΑ, η αμερικανική πολιτική είχε χωριστεί σε δύο «στρατόπεδα»: σε εκείνους που έβλεπαν μία ελπίδα και σε εκείνους που την απέκλειαν. Το δεύτερο στρατόπεδο και οι ανησυχίες του είχαν ενισχυθεί και από την όλο και πιο εντυπωσιακή υπεροχή της ΕΣΣΔ στο Διάστημα. Στους πρώτους όμως θα μπορούσε να συμπεριλάβει κανείς και τον ίδιο τον πρόεδρο Αϊζενχάουερ, ο οποίος, ήδη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ως αρχιστράτηγος των δυτικών συμμάχων, είχε και εκτενή προσωπική εμπειρία από τις επαφές με τους Σοβιετικούς.
είχε αρρωστήσει. Ο Αϊζενχάουερ βρισκόταν ήδη σε ένα είδος «αποδρομής»: είχε ήδη αρρωστήσει, όπως και ο υπουργός Εξωτερικών του Τζον Ντάλες. Η προσπάθειά του για βελτίωση των σχέσεων με τη Μόσχα είχε διπλό χαρακτήρα: από τη μία, άμεσα πολιτικό και, από την άλλη, ως τελική του «παρακαταθήκη» για το μέλλον. Εν τω μεταξύ, η προηγούμενη χρονιά είχε πολλές διακυμάνσεις στις σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων, ιδίως ως προς τις μεγάλες εντάσεις σχετικά με το καθεστώς κατοχής του Βερολίνου.
Οι επαφές των δύο ηγετών, ιδίως στο Καμπ Ντέιβιντ, την εξοχική κατοικία του αμερικανού προέδρου [η οποία πήρε το όνομά της από τον εγγονό του Αϊζενχάουερ], έδωσαν την εικόνα ότι πήγαν καλά: και οι δυο τους είχαν πολλά θετικά να πουν τόσο ο ένας για τον άλλο όσο και για τις συνομιλίες τους. Πλήθος είναι δε τα ιστορικά ανέκδοτα που τη συνοδεύουν. Μάλιστα, ο Αϊζενχάουερ θέλησε γρήγορα μετά να εντάξει στο ίδιο κλίμα και τους κύριους συμμάχους του, την Αγγλία και τη Γαλλία, με την πρώτη να είναι εξαιρετικά καχύποπτη για το αληθές και το βιώσιμο της βελτίωσης των σχέσεων.
Το Λονδίνο τελικά δεν είχε άδικο. Λίγο καιρό μετά, οι σχέσεις Δύσης – Ανατολής για μία σειρά λόγους θα κατέληγαν πλέον σε σημείο χειρότερο από εκείνο πριν από την επίσκεψη Χρουστσόφ στις ΗΠΑ. Και, στις ημέρες του Κένεντι, με το Τείχος του Βερολίνου να έχει μόλις εγερθεί και με την κρίση της Κούβας, θα άγγιζαν το χείλος του γκρεμού.