Κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν υπήρξε (και δεν υπάρχει, αν κάποιοι το επικαλούνται και σήμερα) πιο επιπόλαιο, για να χρησιμοποιήσω ήπιο όρο, κίνημα πνευματικό και καλλιτεχνικό από το κίνημα (ή τη μόδα, αν θέλετε) που πήρε το συνθηματικό ιδεολογικό και αισθητικό πρόταγμα «η τέχνη για την τέχνη». Τι λέγανε οι οπαδοί, δημιουργοί και αποδέκτες αυτού του κινήματος; Ισχυρίζονταν στα σοβαρά πως ο καλλιτέχνης δεν επηρεάζεται στο εργαστήριό του, στο γραφείο του, στη σκηνή του από την περιρρέουσα πολιτική, οικονομική, ηθική ατμόσφαιρα. Αυτός βάζει στο χαρτί, στο πεντάγραμμο, στο σανίδι τα προσωπικά του πάθη, δεν τον ενδιαφέρει η απήχηση, η επίδραση, οι εντυπώσεις που προκαλεί το έργο του, αλλά ο ίδιος γνοιάζεται μόνο για τη φόρμα, το καθαρά αισθητικό πρόβλημα, το πώς θα βρει τους ρυθμούς, τις εικόνες, τα σύμβολα που θα αποδώσουν πειστικότερα τα πάθη, τα όνειρα, τις ελπίδες, την απελπισία, τις έχθρες και τους έρωτές του αδιαφορώντας τελείως αν όλα αυτά που διατυπώνει συγκινούν κάποιον άλλον.
Πρόκειται για μια ιδεολογική ή αισθητική ασθένεια προφανώς, που κάποτε έφτασε σε άκρα αδιανόητα. Με το πρόσχημα πως η τέχνη δεν πρέπει να γίνει εμπορεύσιμη, άρα παραμένει μια προσωπική εκτόνωση, ένα είδος ψυχοθεραπείας, έφτασαν ζωγράφοι και ποιητές να καταστρέφουν δημόσια (να σχίζουν ή να καίνε) τα έργα τους, ώστε να μην γίνουν τάχα βορά της αγοράς ή περίεργο καταναλωτικό προϊόν των ανίδεων ή της ασυγκίνητης, απαίδευτης μάζας. Επιτρέψτε μου να θεωρήσω αυτή τη «μόδα» έναν καλλιτεχνικό αυνανισμό! Είχε οπαδούς κάποτε και στην Ελλάδα το κίνημα «η τέχνη για την τέχνη».
Μετά τον πόλεμο στην Ευρώπη (αλλά και στην Ελλάδα βρήκε μιμητές) τάχα μου για να εκδικηθούν την τέχνη που συνέχισε να υπάρχει και μέσα στους βομβαρδισμούς και στα νεκροταφεία, αλλά συχνά έγινε εμβατήριο και διαφημιστής ιδεολογιών, εμφανίστηκε ως ποιητική «επανάσταση» ο λετρισμός. Αφού, ισχυρίζονταν οι οπαδοί του, όλες οι λέξεις, οι ιδέες, οι ηθικές παρακαταθήκες της Ιστορίας βρωμίστηκαν από τις ηγεσίες, τις ρητορίες και την προπαγάνδα, τις σβήνουμε και αρχίζουμε από την αρχή, την κραυγή. Ετσι, ο λετρισμός για λίγα χρόνια έγραφε ποιήματα με ανόητους (χωρίς νόημα) ήχους, με φθόγγους, σαν τα μωρά, σαν τα θηρία και όπως φαντάζονταν τους προγόνους των ανθρώπων στην αυγή της Ιστορίας, στα δέντρα και στα σπήλαια, να αρθρώνουν συλλαβές φορτισμένες με πόθους, πάθη, χαρές, ικεσίες, φόβους και απειλές.
Μέσα σ’ αυτήν την αμηχανία (και την… υποκρισία, θα έλεγα) υπήρξαν και κινήματα επιστροφής. Ζωγράφοι αποσκοράκισαν το θέμα και έκαναν συνθέσεις όπου επικρατούσε η χρωματική πανδαισία. Γλύπτες που επανανακάλυψαν τα πρωτόγονα τοτέμ και τους φυσικούς όγκους και συνθέτες που κατέφυγαν στους φυσικούς ήχους (τριγμούς, ανέμους, παφλασμούς, βογκητά, κραυγές θηρίων κ.τ.λ.).
Δεν συγχέω, βέβαια, τα πρώτα με τα δεύτερα. Αλλά πίσω απ’ όλα υπάρχει έντονη μια κριτική της ιστορίας της τέχνης. Είτε απόλυτη είτε σχετική. Και τη δεύτερη την κατανοεί κανείς, διότι τολμά να διαλεχθεί και να αντιπαραταχθεί με το παρελθόν, την παράδοση και τα αριστουργήματα του κλασικισμού, του ρομαντισμού, του συμβολισμού, του ρεαλισμού, του υπερρεαλισμού.
Αλλά από την άλλη μεριά υπάρχουν καλλιτέχνες και δημιουργοί όλων των εποχών που διαλέγονται με την εποχή, την κοινωνία, τη φύση, την ιστορία και τα ήθη. Αλήθεια, μπορεί κανείς να φανταστεί τον Αισχύλο, τον Αριστοφάνη, τον Μένανδρο, τον Πλαύτο, τον Ρακίνα, τον Μολιέρο, τον Σαίξπηρ, τον Γκέτε, τον Γκόγκολ, τον Μπέκετ αλλά και τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Παλαμά, τον Ξενόπουλο, τον Σεφέρη και τον Ελύτη, σίγουρα τον Ρίτσο και τον Αναγνωστάκη εκτός εποχής, χωρίς αντανακλαστικά και προκλήσεις της Ιστορίας;
Μπορείς να αφαιρέσεις τα κοινωνικά ακόμη και τα ταξικά δεδομένα από τη μουσική του Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη, του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη; Ο Βαμβακάρης ήταν καθολικός της Σύρας και η Φραγκοσυριανή του καθολική καλλονή σε ορθόδοξο νησί.
Το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» και το «Θα πάω εκεί στην αραπιά» γράφτηκαν την εποχή το πρώτο των εκτελέσεων στον Εμφύλιο και το δεύτερο της εξόριστης κυβέρνησής μας στην Αίγυπτο!
Την ίδια εποχή η Σοφία Βέμπο τραγουδούσε στα στρατόπεδα των Ελλήνων στη Μέση Ανατολή. Πριν όμως είχε ξεσηκώσει την Ελλάδα με τη σάτιρα «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» και τη νοσταλγία της επιστροφής των αγωνιστών μετά την κατοχή και την Αλβανία («Παιδιά της Ελλάδος παιδιά»). Μη βιαστείτε να μιλήσετε για τάχα μου συναισθηματική προπαγάνδα, διότι θα σας θυμίσω τους «Πέρσες» του Αισχύλου και τους αρχαίους έλληνες λυρικούς που έγραψαν και πατριωτικά και «στασιωτικά» (επαναστατικά) ποιήματα. Ακόμη και οι «Χαιρετισμοί», αυτό το θρησκευτικό ποιητικό αριστούργημα, γράφτηκαν και ψάλθηκαν κατά την πολιορκία της Πόλης από τους Αβάρους.
Το «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά» γράφτηκε σε ανάμνηση των κλεφταρματωλών κατά την «Κατοχή» μας από τους Βαυαρούς και ξανατραγουδήθηκε στην Αντίσταση το ’43!
Η μεγάλη τραγουδίστρια Δανάη συνελήφθη από τους Ιταλούς στου Αβέρωφ και η Σοφία Βέμπο που είχε γίνει στόχος των κατακτητών για τα αντιστασιακά της τραγούδια έφυγε και τραγουδούσε για τους στρατιώτες στην Αίγυπτο. Αργότερα, για δύο χρόνια ενίσχυσε το φρόνημα των μεταναστών στην Αμερική. Ηταν εκείνη που τη νύχτα του Πολυτεχνείου άνοιξε το σπίτι της (απέναντι από το ίδρυμα) και διέσωσε φοιτητές κυνηγημένους. Και ναι, μαζί με τον Μπιθικώτση επιστρατεύτηκε από τη χούντα να τραγουδήσει στο Στάδιο. Τα τραγούδια της, όχι τα τραγούδια της χούντας (γιατί υπήρξαν κι αυτά). Υπήρξα τότε καθηγητής και υποχρεώθηκα μαζί με τους μαθητές μου ιδιωτικού σχολείου να παραβρεθούμε και είμασταν εμείς που γελοιοποιήσαμε τη θλιβερή αναπαράσταση από φανταράκια της μάχης του Μαραθώνα και υποχρεώσαμε τον δικτάτορα να φύγει έξαλλος. Τι θέλω να πω: δεν ήταν η Βέμπο που συμμάχησε, ούτε ο Διονύσιος Σολωμός συμμάχησε, αφού η χούντα έπαιζε τον «Υμνο» του. Από κει και πέρα ο καθείς και τα όπλα του, που λέει και ο Ελύτης.
Φέτος η συγγραφέας Τάνια Χαροκόπου έγραψε έναν μετρημένο, φορτισμένο συγκινησιακά και ιδεολογικά μονόλογο με μορφή συνέντευξης της Σοφίας Βέμπο που παίχτηκε παντού και άρεσε, ιδιαίτερα στις παλιότερες γενιές, αφού ακούστηκαν έξοχα τραγούδια μεγάλων συνθετών (Γιαννίδη, Ιακωβίδη, Σουγιούλ, Χαιρόπουλου κ.τ.λ.).
Η Γεωργία Ζώη που υποδύθηκε τη μεγάλη εκείνη κυρία του τραγουδιού έφτασε σε μια απίστευτη ταύτιση και ως φιγούρα και ως φωνή. Εκπληξη.
Δίπλα της ο Ηλίας Μιχαήλ ως δημοσιογράφος και στου Παπάγου, όπου είδα την παράσταση, επί σκηνής μουσικός με ακορντεόν ο Φριτζήλας. Σκηνοθέτης ο Μενέλαος Τζαβέλλας.
Δεν κάνουν πότε πότε κακό ούτε οι αναμνήσεις ούτε οι παλιές μόδες ούτε βιογραφίες που άφησαν πίσω τους αγαθές εντυπώσεις.
Και να πω και τούτο το τελευταίο: ακούσαμε τραγούδια μετά τον πόλεμο που άνοιγαν παράθυρα στην ελπίδα και νοσταλγήσαμε σε εποχές στείρες και τα παράθυρα και την ελπίδα έπειτα από μια εθνική τραγωδία. Αλήθεια, μπορούμε να πούμε σήμερα «Η ζωή ξαναρχίζει για μας με τραγούδια και γέλια»;