Ο Πρωθυπουργός χθες εξανέστη. Η κριτική είναι απαραίτητη, είπε αναφερόμενος σε αυτήν εδώ την εφημερίδα, αλλά υπάρχει ένα όριο που όταν το ξεπερνά κανείς παίρνει τη μορφή της στοχευμένης προπαγάνδας.
Κατ’ αρχάς προκαλεί αλγεινή εντύπωση το γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός έδωσε μια τέτοια απάντηση σε ερώτηση που αφορούσε την τραγωδία στο Μάτι. Η ερώτηση του συντάκτη των «ΝΕΩΝ» ήταν εάν ο ίδιος γνώριζε πως υπήρχαν νεκροί την ώρα της σύσκεψης στο συντονιστικό κέντρο της Πυροσβεστικής. Στις δημοκρατίες, μια τέτοια ερώτηση δεν συνιστά κριτική προς την εξουσία, αλλά αντικείμενο στοιχειώδους δημοσιογραφικής υποχρέωσης.
Αλλά πέραν τούτου, μπορεί ο Πρωθυπουργός να εξηγήσει ποιο είναι αυτό το όριο; Πότε κατά την άποψή του η κριτική παύει να είναι κριτική και γίνεται στοχευμένη προπαγάνδα; Περιλαμβάνει και τα μέσα ενημέρωσης που στηρίζουν με πραγματικό ζήλο τον ίδιο και την κυβέρνησή του στους αμαρτωλούς της στοχευμένης προπαγάνδας; Αλλά όποια και να είναι η άποψή του, πιστεύει πως η άποψή του είναι θέσφατο και πρέπει να επιβληθεί ως γενικός κανόνας, η τήρηση του οποίου θα ανατεθεί σε κάποια επιτροπή;
Μια απάντηση δόθηκε εμμέσως στη χθεσινή συνέντευξη: στα μέσα ενημέρωσης που δεν είναι αρεστά στην κυβέρνηση, ο λόγος είτε δόθηκε προς το τέλος της συνέντευξης είτε δεν δόθηκε καθόλου. Είναι μια επιλογή που μαρτυρά μια συγκεκριμένη αντίληψη για την ελευθεροτυπία. Η εφημερίδα μας, πάλι, επιλέγει να ελέγχει την εξουσία και να ασκεί κριτική στις επιλογές του Πρωθυπουργού, στις πολιτικές της κυβέρνησής του, στα πρόσωπα που την απαρτίζουν και βεβαίως σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Είναι η επιλογή της αυτονόητης υποχρέωσης του Τύπου.