Μπορούσε και καλύτερα στη ΔΕΘ ο Αλέξης Τσίπρας; Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική. Αλλά το ερώτημα είναι παραπειστικό. Γιατί ο Πρωθυπουργός της πρώτη φορά Αριστεράς μπορούσε καλύτερα, επειδή δύσκολα θα τα κατάφερνε χειρότερα. Επειδή η εικόνα που εξέπεμψε προχθές ήταν αυτή του επικεφαλής μιας συστημικής υπερ-Δεξιάς, ενός σκληρά συντηρητικού καθεστωτισμού. Ο Τσίπρας της ΔΕΘ δεν ήταν ένας πρώην ριζοσπάστης που έγινε σοσιαλδημοκράτης. Ηταν ο πρώην ριζοσπάστης που έγινε ηγέτης λατινοαμερικάνικης μπανανίας, ο ηγέτης που κυκλοφορεί σιδερόφρακτος, ενώ έξω από τον κύκλο της προσωπικής του προστασίας καίγεται το σύμπαν.
Αυτή η επίσκεψη ήταν μια επίσκεψη αποκαλυπτικών ενσταντανέ: η μυστική άφιξη τη νύχτα με τη συνοδεία των έντεκα αυτοκινήτων και του ασθενοφόρου, η πόζα με τους ρομποκόπ που στήθηκαν σαν ανθρώπινες ασπίδες στην πρώτη σειρά με τον ίδιο πιο πίσω, τα χημικά που έπνιξαν ακόμη και μικρά παιδιά, το κοντράστ του ανεξέλεγκτου χάους έξω με την φοβισμένη τάξη και ασφάλεια μέσα. Και οι υποσχέσεις από το βήμα της Εκθεσης ενός Πρωθυπουργού που εμφανίστηκε ανίκανος να ξεφύγει από τον μεταπολιτευτικό κανόνα των παροχών, ενός Πρωθυπουργού που στον τρίτο χρόνο της θητείας του ακούστηκε σαν υποψήφιος πολιτευτής.
Στη Θεσσαλονίκη ο Τσίπρας ενσάρκωσε την αποτυχία ενός πρωθυπουργικού μοντέλου που είχε φτάσει στα όριά του και ο ίδιος δεν έκανε τίποτε για να αλλάξει. Χρησιμοποίησε κι αυτός τη ΔΕΘ, μια εμπορική έκθεση ως προεκλογικό βήμα, επέλεξε να διατηρήσει για την Εκθεση έναν ρόλο που καμία έκθεση στον κόσμο δεν έχει. Μόνο που η ΔΕΘ έχει αρχίσει πλέον να εκδικείται. Το προεκλογικό βήμα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να είναι συγχρόνως φόρουμ διαμαρτυρίας ή – ακόμη χειρότερα – πεδίο σύγκρουσης για ακροδεξιούς και ακροαριστερούς, προβοκάτορες και μπαχαλάκηδες, φασίστες και μηδενιστές.
Αν και θα μπορούσε, ο Τσίπρας δεν άλλαξε το υπόδειγμα της πρωθυπουργικής επίσκεψης στη ΔΕΘ. Κι έζησε σε υπερθετικό βαθμό ό,τι κανένας δεν θα ήθελε να ζήσει.