Δεν ξέρω γιατί υπάρχει αυτή η απέχθεια για την ευχή «καλό χειμώνα» – λες και αν δεν την εκστομίσουμε, το καλοκαίρι θα κρατήσει καμιά τριανταριά χρόνια -, αλλά θα σεβαστώ το κοινό περί χειμώνα αίσθημα και θα περιοριστώ σε ένα «καλό φθινόπωρο». Ας αρχίσουμε λοιπόν να φοράμε τα ζακετάκια μας, ενδυματολογικά και ψυχολογικά, και να προσαρμοζόμαστε στην ενδιάμεση εποχή που δεν μπορεί να είναι χειρότερη από το φετινό σπαραχτικό καλοκαίρι. Προσπαθώντας έτσι να φτιάξω τα φθινοπωρινά μου προγράμματα και αφού πλακώθηκα με κάνα δυο φίλους και γνωστούς υπερασπιζόμενη το επάγγελμα του ηθοποιού (για το πόσο κακοπληρωμένο είναι, αντιστρόφως ανάλογα με τα στάνταρ του ελληνικού θεάτρου σήμερα), άρχισα να καταστρώνω το wish list με τις παραστάσεις της νέας θεατρικής χρονιάς. Κι έτσι έπεσα, στο Facebook, στο προφίλ Ι Nea Skini του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής που διαχειρίζεται η Ειρήνη Λεβίδη. Η ανάρτηση που έλεγε ότι ματαιώνονται όλες οι προγραμματισμένες εκδηλώσεις για το πρώτο τρίμηνο αυτής της σεζόν ήταν η ουρά στις φήμες που είχα ακούσει εδώ και λίγες μέρες περί αναστολής της λειτουργίας του. Γράφει όμως παρακάτω: «…Τα πρόσφατα ατυχή έως και ανήκουστα συμβάντα είναι μία ευκαιρία για μας να επισπεύσουμε τις αλλαγές που έχει ανάγκη το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής. Η μέχρι σήμερα λειτουργία του, χωρίς τον Λευτέρη Βογιατζή, με τα σκαμπανεβάσματά της (οικονομικά και καλλιτεχνικά) είναι πολύτιμη και πολλαπλά διδακτική. Σύντομα θα ανακοινώσουμε λεπτομερώς το νέο πρόγραμμα και τους άξονές του. Θέλουμε να κάνουμε θέατρο, όχι απλώς παραστάσεις. Θέατρο που επιδιώκει τη νεωτερικότητα με σεβασμό στην παράδοση».

Δεν θα μπω σε αυτή καθαυτήν την αιτία της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας του καθώς είναι θέμα για τους έμπειρους θεατρικούς συντάκτες της εφημερίδας. Και επειδή οι λόγοι είναι οικονομικοί θεωρώ ότι δεν θα πρέπει καν να μπαίνει σε συζήτηση η έγκαιρη καταβολή των δεδουλευμένων στους ηθοποιούς. Η αναφορά ωστόσο στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων με πήγε κατευθείαν σε εκείνο το βράδυ πριν από πάρα πολλά χρόνια (αρχές της δεκαετίας του 1980) που διέσχισα για πρώτη φορά το κατώφλι του για να δω τη «Σπασμένη στάμνα» του Χάινριχ φον Κλάιστ σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή. Θυμάμαι ότι βγήκα παραπατώντας. Κυριολεκτικά. Κάθισα σε ένα σκαλάκι να συνέλθω και να συνειδητοποιήσω τι ήταν αυτό που είχα παρακολουθήσει.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, εκεί μέσα γνώρισα το νέο ελληνικό θέατρο (με το «Σε φιλώ στη μούρη» και τη «Νύχτα της κουκουβάγιας» του Διαλεγμένου, το «Με δύναμη από την Κηφισιά» των Κεχαΐδη – Χαβιαρά), εκεί πρωτοείδα Μπέρνχαρντ, εκεί διαπαιδαγωγήθηκα θεατρικά. Χάρη στον Λευτέρη Βογιατζή, στον οποίο θεωρώ ότι οφείλεται κατά ένα μέρος το υψηλό επίπεδο του ελληνικού θεάτρου σήμερα και της νέας γενιάς των ηθοποιών και των σκηνοθετών που το πήγαν ένα βήμα παραπέρα.

Ο Λευτέρης Βογιατζής έφυγε από τη ζωή πριν από πέντε χρόνια. Και σε αυτόν τον χώρο με τους τοίχους τους γεμάτους με τις φωτογραφίες των παραστάσεων θεωρώ ότι πρέπει να κρατηθεί ζωντανή η μνήμη του. Το «πώς» ας το βρουν οι άμεσα εμπλεκόμενοι. Να το βρουν όμως!

Ποιος Θανάσης;

Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και ο Σωκράτης Μάλαμας είναι δύο τραγουδοποιοί που έχουν ένα μεγάλο, «κλειδωμένο» κοινό, για να δανειστώ όρο της πολιτικής, το οποίο γεμίζει τις συναυλίες τους. Κανονικές συναυλίες α λα παλαιά, όχι αρπαχτές περί των οποίων έγραφα την περασμένη εβδομάδα. So far, so good, όπως λέμε και στις Κυκλάδες. Βέβαια, το ελληνικό τραγούδι τις τελευταίες δεκαετίες έχει τιγκάρει και πολύ μεγαλύτερους χώρους, αλλά ας μην το κάνουμε θέμα, κάθε εποχή και τα εισιτήριά της. Εχουμε λοιπόν δύο πολύ επιτυχημένους καλλιτέχνες. Από την επιτυχία όμως μέχρι το να έχουν περάσει στο συλλογικό μας ασυνείδητο με τα μικρά τους ονόματα, μεσολαβεί πολύς δρόμος και εντελώς άλλες διαδικασίες. Το γράφω διότι έλαβα δελτίο Τύπου όπου πουθενά δεν αναφερόταν το επίθετό τους. Ο Θανάσης κι ο Σωκράτης, ο Σωκράτης κι ο Θανάσης. Να θυμίσω ότι στην Ελλάδα ελάχιστα πρόσωπα «αναγνωρίζονται» με το μικρό τους. Η Μελίνα, ο Ανδρέας, η Αλίκη, η Χαρούλα και άντε να ξεχνάω έναν – δύο ακόμη. Καλώς ή κακώς, όταν ακούμε Θανάση σκέτο, άντε να σκεφτούμε τον Βέγγο. Και με το Σωκράτης κάνουμε συνειρμό με το κώνειο.

Το πλοίο θα σαλπάρει το βραδάκι

Ενα καλοκαίρι αφήσαμε πίσω μας, οι περισσότεροι από εμάς μπαινοβγήκαμε σε πλοία. Συμμετέχοντας με τον τρόπο μας σε αυτές τις μικρές, ιδιόμορφες, προσωρινές «κοινότητες» των επιβατών που υφίστανται όσο κρατάει ένα ταξίδι. Πόσοι όμως από εμάς συνειδητοποιούμε το κατά πόσο έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση της Ιστορίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους τα επιβατηγά πλοία; Μπορούμε να το διαπιστώσουμε αν είμαστε ακόμη στη Σύρο και επισκεφτούμε, μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου, στην έπαυλη Τσιροπινά στη Ντελαγκράτσια τη φωτογραφική έκθεση «Ενας αιώνας ελληνικά επιβατηγά πλοία» που επιμελήθηκε ο Γιώργος Φουστάνος. Αλλά επειδή μάλλον δεν είμαστε στη Σύρο, μπορούμε να επισκεφτούμε το Greek Shiping Miracle, το πρώτο διαδικτυακό μουσείο για τη ναυτιλία μας.

Σωτήρης Σόρογκας, ζωγράφος

Τι μου αρέσει

Στην Αθήνα γεννήθηκα πριν από πάρα πολλά χρόνια και, από την παιδική μου ηλικία, είχα μια μυθική εικόνα της πόλης. Θυμάμαι που με πήγαινε βόλτες η θεία μου κι εγώ αποκόμιζα όχι μόνο εικόνες αλλά και ευωδιές. Τα μπαχαρικά από τα καταστήματα της οδού Αθηνάς, τη μυρωδιά από τους τενεκέδες με τις ελιές και τα λάδια που άνοιγαν στα πεζοδρόμια της Σωκράτους.

Τι δεν μου αρέσει

Με τη σημερινή Αθήνα είναι απελπισμένος, σχεδόν θυμωμένος. Δεν μου αρέσουν τα κακότεχνα γκράφιτι στους δρόμους, η έλλειψη καθαριότητας, η αλλαγή του πληθυσμού της.