Το θεατρικό καλοκαίρι έχει μπει ήδη στο φθινόπωρο και μέσα στις επόμενες εβδομάδες θα έχει ολοκληρώσει τον φετινό του βίο. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα αργήσει να ξεχαστεί. Δεν πρόκειται να αποτελέσει σημείο αναφοράς ούτε για την πρωτοτυπία του ούτε για την καλλιτεχνική του αξία. Πάει καιρός που οι θερινοί μήνες εγγράφονταν ανεξίτηλα στη θεατρική μας μνήμη. Λίγα, ελάχιστα, πράγματα μένουν πια – και άλλα τόσα θα μείνουν και φέτος.
Με το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου να κατέχει τη μερίδα του λέοντος και μια σειρά παραγωγών που περιοδεύουν ανά τη χώρα να καταλαμβάνουν το υπόλοιπο καλοκαίρι, το αρχαίο δράμα δεσπόζει για μία ακόμα φορά στις επιλογές των θιάσων – ως εποχικό είδος, με την αρωγή των ανοιχτών χώρων. Ελάχιστα όμως είναι τα ανοιχτά θέατρα που αξίζει να φιλοξενούν μια θεατρική παράσταση, πολλώ δε μάλλον με τις απαιτήσεις μιας τραγωδίας ή μιας αριστοφανικής κωμωδίας. Αλλά αυτό δεν επηρεάζει κανέναν και τίποτα.
Η αρχική εντύπωση, ένας βομβαρδισμός μικρών και μεγάλων παραγωγών, αν και προκαλεί πανικό ως προς το τι να επιλέξεις, γρήγορα μεταμορφώνεται σε «μια από τα ίδια».
Από το αθηναϊκό φεστιβαλικό πρόγραμμα ξεχώρισε το αφιέρωμα στη Λούλα Αναγνωστάκη με τα «Δωμάτια Μνήμης» και την «Πόλη» της, στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Μόσχος. Ενδιαφέρουσα και η πρόταση του Θωμά Μοσχόπουλου με το «Φάρεναϊτ 451» του Ρέι Μπράντμπουρι, μια ιδιαίτερη ματιά πάνω στον κόσμο του βιβλίου. Το στίγμα του άφησε το πέρασμα του ρωσικού θεάτρου από το Νοβοσιμπίρσκ με τις «Τρεις αδελφές» του Τσέχοφ από τον σκηνοθέτη Τιμοφέι Κουλιάμπιν, αν και στερημένο από το κείμενο και χωρίς «προφορική» γλώσσα.
Κατά τα άλλα, ένα είναι βέβαιο: η επανάληψη των έργων του αρχαίου δράματος έχει πλέον κουράσει. Γι’ αυτό και παρά την επιτυχημένη υποδοχή των (περισσότερων) παραστάσεων στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, οι περιοδείες των αντίστοιχων θιάσων δεν έτυχαν της ίδιας υποδοχής ανά την Ελλάδα.
Η πρόταση της Στεφανίας Γουλιώτη να παρουσιάσει τις «Ευμενίδες» του Αισχύλου χάραμα στο Αρχαίο Στάδιο της Επιδαύρου αποτέλεσε μια σημαντική θεατρική εμπειρία. Παράλληλα οι τρεις παραγωγές στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου («Χοηφόροι», «Αντιγόνη», «Προμηθέας Δεσμώτης») λειτούργησαν με τέτοιον τρόπο ώστε να προσδώσουν ενότητα και ταυτότητα στον χώρο.
Φέτος, ο Αριστοφάνης που «κατέβηκε» με τέσσερις κωμωδίες στην Επίδαυρο, ενώ μια πέμπτη, διασκευασμένη – ή, καλύτερα, παραποιημένη -, βγήκε σε περιοδεία, αποτελεί την απόδειξη της κούρασης που έχει προκαλέσει το είδος, με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται: είτε υπακούοντας στην κλασική συνταγή «ο πρωταγωνιστής σέρνει το κάρο» (Φιλιππίδης, Λαζόπουλος, Χαραλαμπόπουλος), που δεν απέδωσε φέτος τα αναμενόμενα, είτε ως αφορμή να πει ο σκηνοθέτης τα δικά του χρησιμοποιώντας τον αρχαίο κωμωδιογράφο («Πλούτος» του Τσέζαρις Γκραουζίνις), ο τελικός απολογισμός δεν είναι ενθαρρυντικός. Εξαίρεση αποτελεί η κωμωδία που σκηνοθέτησε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος: αν και αδύναμο το έργο, η παράσταση με τις «Θεσμοφοριάζουσες» συνδύασε ενδιαφέρουσες υποκριτικές ερμηνείες με μια υψηλού επιπέδου αισθητική. Γιατί υπάρχει κι αυτός ο Αριστοφάνης.
Ως προς τους τραγικούς, τώρα, με θετικό πρόσημο κλείνει τη σεζόν η σοφόκλεια «Αντιγόνη», με τον Αιμίλιο Χειλάκη (Ηρώδειο και περιοδεία), αλλά και ο επιδαύριος «Αγαμέμνων» του Αισχύλου με τον Γιάννη Στάνκογλου.
Οσο για τις παραστάσεις στις αθηναϊκές αυλές και ταράτσες (όσες έχουν πλέον απομείνει), η σοδειά αποδείχθηκε και φέτος πενιχρή – όπως η διασκευή του «Φίλου μου του Λευτεράκη» στο Χυτήριο, που παρέπεμπε σε ξεπερασμένης εποχής αναψυκτήριο. Από τους υπόλοιπους θιάσους με κωμωδίες, η «Μαντάμ Σουσού» με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου κράτησε γερά το τιμόνι της παράστασης, ολοκληρώνοντας με επιτυχία την περιοδεία της.
Το θέατρο πάει καλά, ο ηθοποιός όχι
Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας, έλεγε ο Κάρολος Κουν. Πόσο δίκιο είχε και εξακολουθεί να έχει. Γιατί οι γεμάτες αίθουσες που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια, και που θα ξαναδούμε φέτος, δεν αποτυπώνουν μια ανθηρή πραγματικότητα αλλά μια αντίφαση. Ναι, το θέατρο πάει καλά. Οχι όμως και ο ηθοποιός. Κι αν δεν ισορροπήσουν αυτά τα δύο, θα έρθει η ανατροπή. Μια που θέατρο χωρίς ηθοποιό δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί…
Πού βασίζεται αυτή η αντίφαση; Στα χρόνια της κρίσης το θέατρο για να αντέξει αναπροσαρμόστηκε. Οργανώθηκε καλύτερα και, κυρίως, έριξε τις τιμές του. Οικογενειακά πακέτα, εκπτωτικές βραδιές, εισιτήρια για όλη τη σεζόν, προσφορές και κουπόνια. Επαψε να είναι για λίγους, έγινε για πολλούς. Από τη μια, μεγάλες αίθουσες, μεγάλες παραγωγές, μιούζικαλ και, από την άλλη, παραστάσεις σε μικρούς χώρους με έργα δύσκολα και απαιτητικά. Η ίδια η ποιότητα ανέβηκε, εξελίχθηκε. Με αποτέλεσμα να γεμίζουν οι αίθουσες αλλά όχι και οι τσέπες των ηθοποιών.
Η κρίση μείωσε τις αμοιβές, έριξε τους μισθούς. Οι αποδοχές των πρωταγωνιστών στις κρατικές σκηνές ίσα που φτάνουν τα 1.200 ευρώ μηνιαίως, ενώ τα Εθνικό και ΚΘΒΕ πληρώνουν και πρόβες – κάτι που στο ελεύθερο θέατρο έχει πάψει πια να ισχύει, και ο μέσος όρος των απολαβών κυμαίνεται στα 500 ευρώ.
Τα τελευταία χρόνια το «ποσοστό» βασιλεύει: κυμαίνεται από 7% ως 10% επί των εισπράξεων για τους πρωταγωνιστές και ενδέχεται να είναι μειωμένο στις μεγάλες σκηνές – Παλλάς, Ακροπόλ κ.λπ. Αντιθέτως, το «ποσοστό» στα μικρά θεατρικά σχήματα οδηγεί συνήθως σε απλήρωτους ηθοποιούς. Γι’ αυτό και δεν είναι λίγοι πλέον όσοι δουλεύουν σε δύο και τρεις παραστάσεις μέσα στην εβδομάδα (Δευτέρα-Τρίτη, βραδινές και παιδικό). Από τον χώρο δεν λείπουν και οι περιπτώσεις που αντί για συμβολικό μισθό ένας νέος ηθοποιός μπορεί να «πληρωθεί» με τον καφέ, το σάντουιτς και το εισιτήριο για το μετρό του. Η παλιά μπέσα των θεατρικών παραγωγών έχει χαθεί και ενίοτε αντικαθίσταται με ασυνέπεια. Οπως συνέβη το καλοκαίρι σε περιοδεύοντα θίασο, όπου βρέθηκε να παίζει από 30 σε 50 πιάτσες με τα ίδια χρήματα και τα εκτός έδρας να συμπεριλαμβάνονται στα 5.000 ευρώ που είχαν προσυμφωνηθεί. «Κι αν σ’ αρέσει…».