Η παγκόσμια κρίση του 2008 συνιστά μνημειώδη αποτυχία της οικονομικής πολιτικής (πολιτικών ηγεσιών και συστημάτων) να ελέγξει τις υπερβολές ενός οικονομικού συστήματος που τροφοδοτούσε έναν ασύδοτο καταναλωτισμό. Η κρίση, που ξεκίνησε από τη φούσκα στην αγορά ακινήτων των ΗΠΑ, ήταν συστημική και είχε τεράστιες κοινωνικές, πολιτικές και γεωπολιτικές συνέπειες. Το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα πρόσφερε στεγαστικά δάνεια σε δανειολήπτες μειωμένης πιστοληπτικής ικανότητας διευκολύνοντας την προσπάθεια να γεφυρωθούν οι διευρυμένες κοινωνικές ανισότητες και να αναπληρωθούν αποτυχημένες πολιτικές, π.χ. πρόσβασης στην παιδεία. Φτάνοντας σύντομα στην Ευρώπη, η κρίση τη βρήκε με ημιτελείς μηχανισμούς διαχείρισης κρίσεων. Δέκα χρόνια μετά, μπορούμε να εντοπίσουμε τους πιο κρίσιμους παράγοντες που συνέβαλαν στη δημιουργία της προκειμένου να αποφύγουμε την επανάληψη του παρελθόντος.

 Πρώτον, η κυρίαρχη θεωρία των βέλτιστων προσδοκιών και το δόγμα της αυτορρύθμισης των αγορών πρεσβεύουν ότι οι αγορές τείνουν προς μια ισορροπία, συνεπώς δεν χρειάζονται κανόνες εποπτείας για τον τραπεζικό τομέα. Επιπλέον, η θεωρία της βέλτιστης νομισματικής περιοχής του καθηγητή Mundel – που αποτέλεσε τη θεμελιακή θεωρία της δημιουργίας της ευρωζώνης -, ενώ προέβλεπε την πύκνωση των εμπορικών συναλλαγών και το ενδεχόμενο εξωγενών ασύμμετρων σοκ, π.χ. από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου, αγνοούσε την επιτάχυνση που επιφέρει το κοινό νόμισμα στη χρηματοοικονομική ενοποίηση αλλά και τον κίνδυνο χρηματοπιστωτικού κατακερματισμού μιας νομισματικής ένωσης σε κρίση. Επίσης η θεωρία αυτή δεν προέβλεπε ότι μπορεί να δημιουργηθεί ο φαύλος κύκλος («το σπιράλ του θανάτου») μεταξύ Δημοσίου και τραπεζών, όπου είτε ο υπερδανεισμένος δημόσιος τομέας παρασύρει και τις τράπεζες (περίπτωση Ελλάδας) είτε ο υπερδανεισμένος τραπεζικός τομέας παρασύρει το κράτος (περίπτωση Ιρλανδίας).

Δεύτερον, η τυραννία του βραχυπρόθεσμου ως συμπεριφορά και πρακτική ώθησε στην ταχεία αλλά μη βιώσιμη ανάπτυξη βασισμένη στον άμεσο υπέρμετρο δανεισμό, ενώ αγνόησε την αποταμίευση.

Τρίτον, ο οικονομικός εθνικισμός που εκφράζει ο ορθολιμπεραλισμός – μια εκδοχή του φονταμενταλισμού των αγορών – που αποτυπώθηκε στη νομισματική μονομέρεια της Συνθήκης του Μάαστριχτ πρεσβεύει λανθασμένα πως αν σε μια νομισματική ένωση κάθε κράτος εφαρμόζει σωστά την εθνική οικονομική πολιτική του – χωρίς υπερεθνικούς μηχανισμούς τραπεζικής εποπτείας, δημοσιονομικής πολιτικής -, η επιβολή κυρώσεων στους παραβάτες είναι αρκετή για να διασφαλιστεί σταθερότητα και ευημερία.

Το αίτημα του καιρού είναι να επανισορροπήσουμε τόσο σε εθνικό όσο και, κυρίως, σε ευρωπαϊκό επίπεδο τη διαταραγμένη σχέση μεταξύ καπιταλισμού (αγοράς) και πολιτικής εξουσίας (δημοκρατίας) που ενώ έχουν διαφορετικούς στόχους θα πρέπει να συνυπάρξουν. Γι’ αυτό και πρέπει να ολοκληρωθεί η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ενωση με την υιοθέτηση του ευρωπαϊκού συστήματος εγγύησης των καταθέσεων, τη δημοσιονομική υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης αλλά και τον μηχανισμό απορρόφησης των ασύμμετρων σοκ της ευρωζώνης. Η κρίση του ευρώ ενεργοποίησε το σεισμικό ρήγμα Βορρά και Νότου και αναθέρμανε τον εθνικισμό, την ξενοφοβία, απειλεί την ανοιχτή κοινωνία και επανέφερε την αυτοχειριαστική φενάκη ότι η σωτήρια λύση για την οικονομία, την ενέργεια, την ασφάλεια, τη μετανάστευση βρίσκεται στην εθνική εσωστρέφεια, στο κλείσιμο των συνόρων. Πλάνη που παραγνωρίζει ότι αυτά είναι δημόσια αγαθά που στην εποχή της παγκοσμιοποίησης μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο μπορούν να διασφαλιστούν.

Ο Γιώργος Ζαβός είναι τέως ευρωβουλευτής της ΝΔ και senior advisor στο Centre for European Policy Studies (CEPS) των Βρυξελλών