Είναι από τους βασικούς κανόνες της ζωής που τον διδασκόμαστε όταν πια δεν έχει καμιά αξία.

Είναι ο κανόνας της απώλειας που μας βοηθά να αντιληφθούμε την αξία του απολεσθέντος.

Να καταλάβουμε αν ήταν ο δυνάστης μας ή ο μεγάλος μας έρωτας. Αν ήταν αγάπη ή μίσος. Αν μας κρατούσε σκλαβωμένους ή μας είχε ελεύθερους.

Ο Νόβακ Τζόκοβιτς ανέβηκε στις Γαλλικές Αλπεις, στο Mont Sainte-Victoire, για να ψάξει τον κανόνα της ζωής.

Ενιωθε φυλακισμένος, καταπιεσμένος, δεν γνώριζε αν αγαπούσε ή μισούσε το άθλημα που υπηρετεί από παιδί, το τένις.

Τον ενοχλούσε ακόμα ο αγκώνας του, οι ήττες πονούσαν όμως περισσότερο.

Απομακρύνθηκε. Για πέντε μέρες σκαρφάλωνε σε βουνά, έφτασε στην κορυφή τους και άπλωσε το χέρι να αγγίξει τον Θεό. Κοιτούσε με δέος τις κοιλάδες, τα σύννεφα που τον αγκάλιαζαν, τα πουλιά που βουτούσαν με ορμή, ατρόμητα. Κι εκεί, κουρασμένος αλλά ήρεμος πήρε τη βαθιά ανάσα της ζωής που έψαχνε.

Εκεί ψηλά που ο άνθρωπος αισθάνεται την πραγματική του διάσταση, ο Νόλε αντιλήφθηκε τι ήταν αυτό που του έλειπε περισσότερο. Η ρακέτα του, η ένταση, το πάθος για τη νίκη. Τα κύτταρά του πλημμύρισαν με αγάπη για το τένις.

Είδε το μέλλον πώς θα είναι όταν πια δεν θα παλεύει σαν αγρίμι μέσα στα κορτ, όταν δεν θα σείεται το μέσα του σηκώνοντας τα τρόπαια και συγκόρμιασε από θυμό.

Πώς ήταν δυνατόν να αμφισβητήσει αυτό που αγαπούσε; Πώς ήταν δυνατόν να αποκηρύσσει την ίδια του τη ζωή μπροστά στον πόνο και την αποτυχία; Να διαγράφει αισθήματα, προσπάθειες, νίκες;

Ο άνθρωπος Τζόκοβιτς ανακάλυψε ξανά τον αθλητή Νόλε. Στις Γαλλικές Αλπεις είδε το μέλλον του χωρίς το τένις και βιάζεται να ρουφήξει κάθε ανάσα, κάθε λαχάνιασμα μέσα στις τέσσερις αγαπημένες του γραμμές.

Ο Νόβακ Τζόκοβιτς είναι ένας τυχερός άνθρωπος γιατί διέγραψε την αμφισβήτηση όταν ακόμα μπορούσε να το κάνει.