Πρώτα ήταν «το κράτος των Αθηνών που ήθελε μια Θεσσαλονίκη υποβαθμισμένη, μια Θεσσαλονίκη υπο-». Επειτα ήταν η επίσκεψη μαζί με τον Πάνο Καμμένο στον χώρο που παραχώρησε το υπουργείο Αμυνας στον ΠΑΟΚ για την κατασκευή του νέου του γηπέδου. Και κάπως έτσι, η Κατερίνα Νοτοπούλου έγινε η πρώτη υπουργός που κατάφερε μέσα σε τόσο λίγες ημέρες από την ορκωμοσία της να ενσαρκώσει το μεγαλύτερο κλισέ της Θεσσαλονίκης που αντιστέκεται (το κράτος των Αθηνών) και το μεγαλύτερο κλισέ της Θεσσαλονίκης που πολιτεύεται (η καλή σχέση με το ποδόσφαιρο της πόλης).
Εχει τη σημασία του το γεγονός ότι κινήθηκε με τέτοια αστραπιαία ταχύτητα το νεότερο σε ηλικία μέλος της κυβέρνησης. Εχει σημασία ότι το ρεκόρ δεν ανήκει στην παλαιότερη γενιά, αλλά σε αυτή που όχι μόνο είναι αλλά και συστήθηκε ως νέα. Που έδωσε έμφαση στη βιολογική της ηλικία ως πειστήριο μιας διαφορετικής αντίληψης, μιας άλλης νοοτροπίας για την ενασχόληση με την πολιτική και την άσκηση της εξουσίας. Η Νοτοπούλου συστήθηκε ως νέα όχι ακριβώς όπως θα έκανε μια μαθήτρια στη Βουλή των Εφήβων καταγγέλλοντας εκείνους που «έκλεψαν τα όνειρά της», αλλά πάντως με μια ήπια οργή, την οργή του 30άρη που διεκδικεί τη δική του θέση κάτω από τον ήλιο.
Δεν είναι ασφαλώς κακό να διεκδικεί κανείς. Αλλά ειδικά όταν ασκεί εξουσία θα κρίνεται για τα υλικά της διεκδίκησης. Για το κομματικό λανγκάζ, για τη σύμβαση της καθαρίστριας που οδηγεί στο γραφείο Τύπου ή στο τουριστικό περίπτερο, για την αναπαραγωγή όλων των τοπικιστικών στερεοτύπων, για την πρόσκληση ενδεχομένως στην προεδρική σουίτα του γηπέδου. Η Νοτοπούλου δεν είναι ασφαλώς η πρώτη. Είναι όμως η τελευταία που υπενθυμίζει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είναι πρωτίστως μια κυβέρνηση παλινόρθωσης του παλαιού καθεστώτος.