Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.

Οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν πεθαίνουν τα όνειρά τους.

Και το όνειρο που διορθώνει και κάνει εφικτό το ανέφικτο είναι ένα όπλο αθανασίας, στον ύπνο όμως που είναι προθάλαμος θανάτου.

Οταν ήμουν μικρός, τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα ήταν ηλικιωμένοι και έτσι έζησα σύντομα τις μέρες που τους έχασα.

Η απώλειά τους ανακαλούσε συχνά στο όνειρό μου. Ηθελα να τους ρωτήσω κι άλλα που δεν πρόλαβα, να τους αναστηλώσω στο εικονοστάσιό μου για την εξασφάλιση λίγης ακόμα στοργής και προστασίας.

Για όλους, πριν βιώσω τον αποχωρισμό τους, ονειρευόμουν την ανάδρομη φρίκη της βίαιης εξόντωσής τους με θύτη τους εμένα και το αίμα ποτάμι!

Ο εφιάλτης είναι το πλυντήριο της ψυχικής και βιολογικής δοκιμασίας της ημέρας. Στρατός χθόνιων θηρίων εξορμεί από τα καταφύγιά του. Πελώριες ιγουάνες και αλλόκοσμα τρωκτικά με απειλούν και ταλαιπωρούν στους 130 τους καρδιοπαλμούς μου και λίγο πριν από την ανακοπή ξυπνάω λαχανιασμένος, ελεύθερος πολιορκημένος. Στο όνειρο βαδίζεις κρατώντας απ’ το χέρι τη διαίσθηση. Πράγματα και πλάσματα είναι αυτόφωτα.

Δεν έχουν σκιές.

Από παιδί φοβόμουν τον ύπνο γιατί σκεφτόμουν πόσο μικραίνει τον χρόνο της ζωής. Προσπαθούσα να μην κοιμηθώ για να μη μικρύνει η ζωή.

Είχα διαβάσει για τις ασκήσεις αϋπνίας του Νταλί και πώς προσπαθούσε να συλλάβει την ανάμνηση από το μεταίχμιο ανάμεσα στην ενάργεια και τον ύπνο. Την υπναγωγή. Συμβαίνει εκείνα τα ελάχιστα λεπτά που κάποιοι νευρώνες είναι ακόμα στον λειτουργικό χώρο της συνείδησης ενώ άλλοι έχουν παραδοθεί στο υποσυνείδητο. Και έκανε τη συλλογή του από όλες αυτές τις παράδοξες ενοράσεις. Εκεί οφείλουμε τη φαντασμαγορία όλων των ενοράσεων στην τέχνη, από τους πειρασμούς του Αγίου Αντωνίου του Γκρίνεβαλντ ώς τον Μπος, τον Μαξ Ερνστ και τον Τανγκί.

Κάποιες φορές, ελάχιστες δυστυχώς, συγκράτησα την ανάμνηση από τη ρουφήχτρα της λήθης, σε τέτοια στιγμή ύστερα από ξενύχτια δουλειάς και πριν από το γλυκό βύθισμα, το ενύπνιο φως μού έδειξε την οριστική λύση για το πρόβλημα του έργου που δούλευα. Εύρηκα! Μια απειροελάχιστη στιγμούλα συμβαδίσματος του φυσικού φθαρτού μου χρόνου με τον αιώνιο. Μια αναλαμπή σύνδεσης με μια συμπαντική αποθήκη γνώσης.

Είναι όμως κι οι εμμονικοί εφιάλτες που μας παιδεύουν. Οι τοίχοι κλείνουν σε κύκλο σαν κτίριο του Νιεμάγερ και ένας αόρατος γιγάντιος σφυροβόλος μάς στροβιλίζει εκσφενδονίζοντάς μας στο χάος. Συνήθως ξυπνώ τσακισμένος στη γωνία του κρεβατιού μου, αλλά με τον αναστεναγμό της ανακούφισης για τον πεζό και στέρεο κόσμο. Τακτικές είναι οι νυχτερινές μου επισκέψεις σ’ ένα ψηλοτάβανο παλιό πατρικό στο κέντρο της πόλης με τις κάμαρες ολόγυρα στο χολ. Κάθε φορά άλλα μέλη του κλαμπ ξεπροβάλλουν, όχι μόνο οι νεκροί. Συντελείται ένα υποσυνείδητο λογιστήριο. Εξοφλούνται ενοχές, ολοκληρώνονται μετέωροι έρωτες, μύχιες επιθυμίες απασφαλίζουν στο άυλο σώμα μου, που αλλάζει αρμοδίως την ταυτότητά του.

Την τελευταία φορά στο κλαμπ μετακομίζανε έπιπλα σιωπηλοί εργάτες και βρέθηκα χαμένος. Είμαι βέβαιος όμως ότι είδα τη γιαγιά μου. Το θυμάμαι ξεκάθαρα. Με πλησίασε χωρίς να με αντιληφθεί, έτσι φαινόταν τουλάχιστον, χάιδεψε λίγο τα συρτάρια μιας γαλλικής κομόντ και γύρισε την πλάτη να βγει απ’ την πόρτα.

Βικτωράκι μου, Βικτώρια, φώναζα με όλη μου τη δύναμη, αλλά δεν απαντούσε. Λίγο πριν περάσει την πόρτα την ακούω με πίκρα φαρμακεμένη: Δεν είναι εδώ κανείς. Μόνη μου είμαι. Μ’ ακούς; Κανείς!