Είναι από αυτά που δεν λέγονται στην πολιτική. Αλλά ο Νίκος Βούτσης, ένας πολιτικός που σκάλισε τα τελευταία χρόνια τον πάτο της πολιτικής, έκανε χθες ένα ξαφνικό άλμα προς τα ύψη της. Και κάπως έτσι δήλωσε πως «δεν γνωρίζει να μιλούν καμία μακεδονική γλώσσα στην Ελλάδα».

Ούτε κανείς άλλος υπάρχει που να γνωρίζει να μιλούν καμία μακεδονική γλώσσα στην Ελλάδα. Αλλά αυτή δήλωση του Βούτση δεν είναι μια πραγματολογική διαπίστωση. Είναι μια πολιτική δήλωση. Και είναι μια δήλωση βγαλμένη από τα σπλάγχνα του παλιού Συνασπισμού, από την εποχή της αθωότητας του Βούτση, από τότε που μπορούσε να υπερασπίζεται στα τηλεοπτικά πάνελ τις αρχές μιας άδολα επίμονης Αριστεράς, μιας Αριστεράς που ήταν πολύ μακριά από την εξουσία για να χρειάζεται να υποκλιθεί στις επιταγές της.

Ή, αν το δει κανείς από την άλλη πλευρά, από τότε που δεν χρειαζόταν να δηλώσει ο Βούτσης ότι δεν υπάρχουν ευπρόσδεκτοι και μη ευπρόσδεκτοι ψήφοι στη Βουλή στέλνοντας ένα μήνυμα συμμαχίας στη Χρυσή Αυγή για την αλλαγή του εκλογικού νόμου. Δεν ήταν ο Βούτσης που κατηγορείται από τα κόμματα ότι κάνει παράνομους διορισμούς στη Βουλή ούτε εκείνος που με την ισχύ της εξουσίας του τηλεφωνεί στην Αστυνομία δίνοντας την εντολή να αφεθούν οι Ρουβίκωνες ελεύθεροι. Δεν ήταν ο Βούτσης που «λερώνεται». Ηταν ο Βούτσης των επαγωγικών συμπερασμάτων: «Δεν γνωρίζω να μιλιέται καμία μακεδονική γλώσσα στην Ελλάδα, άρα δεν δίνουμε κάτι».

Κι ο «σάλος» που προκάλεσε η δήλωση για την ανυπαρξία της μακεδονικής γλώσσας στην ελληνική επικράτεια; Μα δεν είναι η πρώτη φορά που προκαλεί σάλο ο Πρόεδρος της Βουλής. Μόνο που αυτή τη φορά ο σάλος ήταν εξαγνιστικός, καθαρτικός. Ενας σάλος που θύμισε τη νιότη του Βούτση – τη νιότη που ‘δειχνε πως θα γινόταν άλλος.