Η σύγκληση του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΣΕΠ) την Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου επιβεβαίωσε αυτό που είναι κοινό μυστικό σε όσους προσπαθούν να παρακολουθήσουν από κοντά τις εξελίξεις περί το υπουργείο των Εξωτερικών. Ο Νίκος Κοτζιάς επέλεξε για άλλη μια φορά να αντιπαρατεθεί με τη ΝΔ (και προσωπικά με τον τομεάρχη Εξωτερικών Γιώργο Κουμουτσάκο) με αφορμή την απόφαση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αποχωρήσει από τη συνεδρίαση λόγω της άρνησης του υπουργού να ενημερώσει ευρύτερα τα κόμματα για τις εξελίξεις πέραν της συζήτησης περί σύστασης Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ).
Υπάρχει μία συγκεκριμένη πραγματικότητα σήμερα στο υπουργείο Εξωτερικών, που δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθεί. Θα μπορούσε ίσως να περιγραφεί με τον όρο «κουλτούρα της σιωπής». Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Το ΕΣΕΠ είναι εκ των πραγμάτων ένα «λειψό» όργανο. Γίνεται μια ενημέρωση των συμμετεχόντων εντός συγκεκριμένων ορίων, καθώς την περίοδο που δημιουργήθηκε εκρίθη ότι δεν άντεχε η χώρα κάτι καλύτερο. Εχει απλά συμβουλευτικό χαρακτήρα και σχεδόν ποτέ δεν συμβάλλει στη σύνθεση θέσεων και απόψεων. Ωστόσο, ακόμη και η ενημέρωση έχει μεγάλη σημασία, διότι και αυτή συμβάλλει στον δημόσιο διάλογο.
Με βάση τον νόμο, το ΕΣΕΠ πρέπει να συγκαλείται σε τακτική βάση, ανά τετράμηνο και εκτάκτως όταν κρίνει ο εκάστοτε υπουργός. Το ΕΣΕΠ όμως δεν είχε συγκληθεί, μέχρι την πρόσφατη συνεδρίασή του, επί σχεδόν ενάμιση χρόνο. Ισως να κρίθηκε από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου ότι δεν υπήρχαν εξελίξεις την περίοδο αυτή! Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, η ΝΔ ζήτησε να συζητηθούν κι άλλα θέματα στη συνάντηση της Τετάρτης, αλλά ο Νίκος Κοτζιάς αρνήθηκε. Με το Μακεδονικό στην τελική ευθεία, τις σχέσεις με την Τουρκία σε άγνωστη πορεία, το Κυπριακό να ανοίγει ξανά και την Ευρώπη σε αναβρασμό, η ενημέρωση θα ήταν άλλωστε πολυτέλεια…
Αλλεργία στην ενημέρωση. Δεν πρέπει τούτο να μας εκπλήσσει. Ο υπουργός Εξωτερικών εμφανίζει άλλωστε μια αλλεργία να ενημερώνει, καταρχήν τους δημοσιογράφους. Η έννοια του «μπρίφινγκ» και μιας ροής στην ενημέρωση έχει οριστικά «πεθάνει» κατ’ επιλογήν του υπουργού, ο οποίος κρίνει ότι ο Τύπος δεν πρέπει καν να γνωρίζει το πρόγραμμά του ώστε, απλώς, να προετοιμαστεί. Οι διπλωματικοί συντάκτες στηρίζονται στην καλή θέληση να τους βοηθήσει κάποιος ακόμη και σε θέματα που θεωρούνται «κοινής λήψεως» με βάση τη δημοσιογραφική αργκό.
Η δυσανεξία στην ενημέρωση αφορά όμως και τη στάση του υπουργείου απέναντι στις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις – ιδιαίτερα σε σχέση με τον κοινοβουλευτικό έλεγχο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αξιωματική αντιπολίτευση έχει καταθέσει δύο ερωτήσεις στη Βουλή, ζητώντας ενημέρωση για τις εξελίξεις στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, από τις αρχές καλοκαιριού και ακόμη αναμένει απάντηση. Ή μάλλον, έχει λάβει απάντηση: «Γίνονται διαρροές, άρα δεν ενημερώνουμε» είναι το γενικό μήνυμα. Δύσκολα μπορεί κάποιος να αρνηθεί να μπει στον πειρασμό να μη διακρίνει σε αυτή την τακτική σπέρματα ομοιότητας με τη στάση που τηρεί η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ τόσο έναντι πολιτικών αντιπάλων όσο και έναντι του Τύπου.
Βαρύ κλίμα. Αυτή η «κουλτούρα της σιωπής» όμως τείνει να μετατραπεί σε καθημερινότητα και στους κόλπους του ίδιου του υπουργείου Εξωτερικών. Επικρατεί μια ατμόσφαιρα φοβίας πως όποιος μιλήσει κινδυνεύει είτε να χάσει τη θέση του είτε μια μετάθεση. Αυτό λέγεται ότι συνέβη προσφάτως με την υπόθεση του – πρώην πλέον – πρεσβευτή στη Μόσχα Ανδρέα Φρυγανά, αλλά οι λεπτομέρειες δεν είναι εύκολο να διασταυρωθούν, διότι τα στόματα μένουν κλειστά. Πολλοί διπλωμάτες αποφεύγουν μάλιστα να μιλούν στα κινητά τους τηλέφωνα, ακόμη και να χαιρετούν δημοσιογράφους στον δρόμο.
Οι γνωρίζοντες λένε ότι τα εισερχόμενα τηλεγραφήματα από τις Αρχές εξωτερικού έχουν μειωθεί σημαντικά – και αναφερόμαστε αποκλειστικά σε τηλεγραφήματα που αφορούν εισηγήσεις πολιτικού χαρακτήρα, όχι σε διοικητικές υποθέσεις. Αλλοι αναφέρουν ότι η καθημερινότητα στο υπουργείο μοιάζει με… ποινολόγιο, με αλλεπάλληλες Ενορκες Διοικητικές Εξετάσεις (ΕΔΕ) για το παραμικρό. Αν μάλιστα υιοθετηθεί ο σχεδιαζόμενος νέος Οργανισμός Λειτουργίας, οι πειθαρχικές διαδικασίες και ο έλεγχος της πολιτικής ηγεσίας επί αυτών θα αυξηθούν ακόμη περαιτέρω.
Δυστυχώς, οι επιλογές αυτές θυμίζουν άλλες εποχές και καθεστώτα που σε εμάς τους νεότερους δεν είναι γνωστά. Εκείνοι όμως που υιοθετούν στοιχεία τους, πρέπει να θυμούνται καλύτερα. Αλλωστε, κατά κάποιον τρόπο, υπήρξαν ιδεολογικώς εγγύτερα σε αυτά…