Στις 18 Απριλίου 1988 έγιναν στην Εθνική Πινακοθήκη τα εγκαίνια της αναδρομικής έκθεσης του Γιάννη Μόραλη. Στα «ΝΕΑ» της επόμενης μέρας το ρεπορτάζ από τη βραδιά των εγκαινίων τιτλοφορείται: «Φωτοστέφανο στον Μόραλη». Λίγες ημέρες νωρίτερα η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, τότε καθηγήτρια στη Σχολή Καλών Τεχνών, συνομιλεί με τον δάσκαλό της, ζωγράφο και ακαδημαϊκό, καθώς βλέπουν μαζί τα έργα του στην Πινακοθήκη. Ο «Ταχυδρόμος» δημοσιεύει ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα. Αποσπάσματα από το οποίο συγκεντρώθηκαν εδώ.

Στις 16 Ιουνίου 1936 ο Μόραλης ήταν νέος ζωγράφος και έφυγε με υποτροφία «ψηφοθετικής» για τη Ρώμη παρέα με τον Νίκο Νικολάου. «Μας μάγεψε η Ρώμη. Το μπαρόκ, όλο μαζί το τοπίο της, οι λόφοι… Πηγαίναμε στα μουσεία, ανεβαίναμε στον Παλατίνο, ταξιδεύαμε στον χρόνο, ρεμβάζαμε, πειράζαμε τα όμορφα κορίτσια. Τότε έκανα την αυτοπροσωπογραφία μου με τον Νικολάου. Εκείνος έμεινε ατελείωτος, γιατί μου έλεγε πως το έργο ήταν καλύτερο έτσι.

Υπέθεσα ότι βαριόταν να ποζάρει». Το 1937 ο Γιάννης Μόραλης βρισκόταν στο Παρίσι ζωγραφίζοντας ακόμη νατουραλιστικά. «Είναι αλήθεια, δεν ήθελα να μιμηθώ, να κάνω Πικάσο “βελτιωμένο επί τα χείρω”, όπως θα έλεγε και ο Εγγονόπουλος. Εψαχνα να βρω τον δικό μου δρόμο. Υπάρχουν όμως παραμορφώσεις μέσα στο πλαίσιο του νατουραλισμού. Σε αυτό το γυμνό “Κοπέλα” (1939) μίκρυνα το κεφάλι και τόνισα τους γλουτούς, γιατί ήθελα να εγγράψω τη σύνθεση σε έναν ρόμβο. Ηθελα να κρατήσω αυτή την αίσθηση, τη μνήμη της αφής».

«Το 1941, μετά τον Στρατό, παντρεύτηκα την πρώτη μου γυναίκα. Τα έργα μου είναι λίγο σαν ημερολόγιο. Από αυτή την εποχή είναι τα πορτρέτα όπου τη ζωγράφισα μόνη της ή μαζί μου (1942-43). Μετά χώρισα το 1945. Στη μεσοβασιλεία έκανα τις “Δύο φίλες” (1946). Η επάνω είναι η δεύτερη γυναίκα μου, η γλύπτρια Αγλαΐα Λυμπεράκη. Η άλλη με το κόκκινο είναι η γλύπτρια Ναταλία Μελά. Μου άρεσε το πρόσωπό της, ήταν σαν Φαγιούμ. Τελικά ερωτεύτηκα τη Λυμπεράκη».

Εχουμε φτάσει μπροστά στα έργα της δεκαετίας του ’50. Ενα σφιχτό κορίτσι σαν βότσαλο έχει ποζάρει για τους πίνακες με την έντονη πλαστικότητα. «Ηταν μοντέλο. Μου πόζαρε πέντε χρόνια, σχεδόν κάθε μέρα. Ηταν κοντούλα. Οταν όμως γδυνόταν, έπαιρνε μνημειακό μέγεθος. Το χρώμα της ήταν σαν φίλντισι». Στη «Μορφή» του 1951 το ίδιο μοντέλο, ντυμένο με ένα μαύρο φόρεμα, κάθεται πλάγια, στη γνωστή στάση που επανέρχεται στο εξής στο έργο του Μόραλη: απλώνει οριζόντια το δεξί χέρι και το ακουμπά αδρανές πάνω σε ένα τραπέζι. «Το χέρι μού θύμιζε σπασμένο μέλος αγάλματος. Γι’ αυτό το έκανα και βαρύτερο. Ενας κριτικός πρόσεξε την αδιόρατη αυτή παραμόρφωση. Το δέρμα της είχε ψυχρούς ασημένιους τόνους, δεν ξέρω αν κατάφερα να τους αποδώσω».

Ο Μόραλης έχει βρει τη θεματική του, τα «επιτύμβια», τα «επιθαλάμια». Θρηνητικές ελεγείες οι ύμνοι του έρωτα σε μια εύθραυστη ισορροπία. Ρώτησα κάποτε τον ζωγράφο γι’ αυτή τη θεματική, για τη διάθεση που την υπαγόρευσε. «Ο έρωτας και ο θάνατος πάνε μαζί. Και τα δύο έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Εχω δοκιμάσει το βίωμα του θανάτου. Από τότε πήρα απόσταση από τα πράγματα. Εγινα θεατής της ζωής μου. Οταν αντιμετώπιζα δυσκολίες έλεγα: “Περίμενε να δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα”.

Τον θάνατο τον αισθάνομαι έκτοτε πολύ κοντά. Ισως γι’ αυτό αγαπώ τη ζωή, τον έρωτα. Τα καλύτερα έργα μου βγήκαν από τη στέρηση. Με τη ζωγραφική  προσπαθώ να μαγέψω, να κρατήσω τα πράγματα που κινδυνεύω να χάσω ή που έχασα. Γι’ αυτό τα πρόσωπα συχνά μοιάζουν».

Τα «επιτύμβια» και τα «επιθαλάμια» έδωσαν αφορμή σε πολλούς ιστορικούς και κριτικούς της τέχνης να συνδέσουν τη ζωγραφική του Μόραλη με το πολυσυζητημένο θέμα της «ελληνικότητας». «Είμαστε Ελληνες, είμαι Ελληνας. Το πρόβλημα της ελληνικότητας θα μπορούσε να απασχολεί τους φιλέλληνες».