Ο Νίκος Καββαδίας (Κόλιας για τους δικούς του ανθρώπους) πέθανε το 1975. Αν ζούσε μερικά χρόνια ακόμη, η ιστορία του «Ναυαγίου» της Ζακύνθου – που θα μπορούσε να είναι το «Πειρατικό του Captain Jimmy» – και ο καβγάς του πληρώματος που προηγήθηκε θα του είχε δώσει έμπνευση για να σκαρώσει άλλη μια έμμετρη θαλασσινή ιστορία. Μια μικρή ιστορία με μεγάλα πάθη γιατί τα πάθη των ναυτικών μεγιστοποιούνται καθώς πλέουν στην απεραντοσύνη της θάλασσας, αποσπασμένα από την πραγματικότητα και την καθημερινότητα της στεριάς. Αλλά και αν ψάξεις στα ποιήματά του, θα τη βρεις διάσπαρτη την ιστορία του «Ναυαγίου». Λίγο στον «Σταυρό του Νότου» («Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Bé /πήρες το μαχαίρι δυο σελλίνια / μέρα μεσημέρι απά στη λίνια / ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή»), λίγο στην «Εσμεράλδα» («Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν / κι εσύ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές / στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα / που μας τραβάει για τη στερά με τους ναυαγιστές», λίγο στην «Αρμίδα» («Κι ύστερα στις ξέρες του Ακορά / τσούρμο τ’ άγριο κύμα θα μας βγάλει / τέρατα βαμμένα πορφυρά / με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι»).
Εχουν μια κρυμμένη ποίηση τα ναυάγια, πιο «ανώδυνη (αν και, κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει ανώδυνη ποίηση) όταν δεν υπάρχουν θύματα. Ακόμη και αν δεν τη μετουσιώσει σε λόγια κάποιος ποιητής, τη νιώθουν αυτοί που αντικρίζουν τα ναυαγισμένα σκαριά, τα πλεούμενα που έχουν εξοκείλει και ως προς τη χρήση τους που είναι η πλεύση.
Γι’ αυτό και ασκούν γοητεία. Αλλοτε είναι επενδεδυμένη με χιούμορ όπως της Μαρίνας Καραγάτση όταν περιγράφει στο «Ευχαριστημένο» το ναυάγιο του «Κορνήλιος» στη Λισαβόνα και τους ναυαγούς που βγήκαν στη στεριά με τις πιζάμες και, επειδή ήταν Καρναβάλι, τους πέρασαν για μασκαράδες. Κι άλλοτε με το mal du depart του Καββαδία.