Τα παρακάτω δεν συμβαίνουν ακριβώς στην Αθήνα. Συμβαίνουν όμως σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Και σε κάνουν να αναρωτιέσαι ποια πραγματικότητα είναι πιο… πραγματικότητα. Η αθηνοκεντρική, των κλειστών αυτοαναφορικών κύκλων, ή η περιρρέουσα την περιφέρεια; Γιατί το γράφω αυτό; Εχοντας μια εικόνα, που καλλιεργείται κυρίως από τα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα, περί της δημοφιλίας των τραγουδιστών, τρακάρω μετωπικά με στοιχεία που έπεσαν τυχαία στην αντίληψή μου και δεν νομίζω ότι θα έμπαινα ποτέ στη διαδικασία να τα ψάξω από μόνη μου.
Ανεξαρτήτως λοιπόν του προσωπικού μου γούστου, έχω μια κάποια ιδέα περί του ποιοι είναι οι πιο αγαπητοί, οι πιο επιτυχημένοι, οι «πιο», τέλος πάντων, τραγουδιστές και τραγουδίστριες της νέας φουρνιάς. (Δεν μιλάω για τους παλαιότερους, τους, ας τους πούμε, κλασικούς, αυτούς δηλαδή που δεν υπόκεινται στις συνθήκες των τάσεων και της μόδας). Για τη Νατάσσα Μποφίλιου ακούω, την Ελεωνόρα Ζουγανέλη, τον Κωστή Μαραβέγια. Αυτοί είναι στους κύκλους μας, εννοώ τους δημοσιογραφικούς, οι περιζήτητοι, οι δύσκολοι στις δηλώσεις, οι «πρέπει να περάσεις από τα σαράντα κύματα των μάνατζερ για μία συνέντευξη».
Πέρα στους πέρα κάμπους, όμως, άλλα συμβαίνουν. Το mediainspector.gr είναι ένα επίσημα αναγνωρισμένο σάιτ που πληρώνουν οι δισκογραφικές εταιρείες (ας πούμε καλύτερα η επίφασή τους έτσι όπως λειτουργούν σήμερα) για να έχουν πρόσβαση στα στοιχεία τους. Οπως, για παράδειγμα, οι μεταδόσεις των τραγουδιών από όλους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς όλης της χώρας. Εκεί λοιπόν είδα τα πενήντα τραγούδια που παίχθηκαν περισσότερο στα ραδιόφωνα αυτόν τον Αύγουστο. Πρώτο το «Λιώμα» με τον Κωνσταντίνο Αργυρό που, μέσα σε έναν μήνα, μεταδόθηκε 18.588 φορές, δηλαδή σχεδόν 620 φορές την ημέρα. Ακολουθούν τραγούδια με τον Γιώργο Μαζωνάκη, τον Νίκο Οικονομόπουλο, τον Ηλία Βρεττό, τους Super Saco, Πάνο Κιάμο και Bo (τη βοήθεια του κοινού παρακαλώ), τον Πέτρο Ιακωβίδη (δεν έχω ξανακούσει το όνομά του), τον Νίκο Βέρτη και, στην όγδοη θέση, πρώτη γυναίκα στη λίστα, τη Νατάσα Θεοδωρίδου με το «Δεν με αφορά». Στις παρακάτω θέσεις ξαναβρίσκω τον Αργυρό και τον Οικονομόπουλο, πέφτω δυο – τρεις φορές στον Γιώργο Γιαννιά, μαθαίνω ότι υπάρχει ένας τραγουδιστής Ηλίας Καμπακάκης, πληροφορούμαι ότι τραγούδια του Παντελίδη είναι ψηλά στις αναμεταδόσεις, ότι ακούγονται ακόμη ο Μαρτάκης, η Αγγελική Ηλιάδη και η Ελλη Κοκκίνου και, μην τα πολυλογώ, ότι η μόνη έντεχνη τραγουδίστρια που εμφανίζεται στο Top 50 είναι η Ραλλία Χρηστίδου στην 37η θέση.
Εντάξει, ξέρω ότι το καλοκαίρι οι τραγουδιστές κάνουν εμφανίσεις στην περιφέρεια και αυτοί που τις χρηματοδοτούν προφανώς κάνουν κάποια deals με τους τοπικούς ραδιοσταθμούς. Ακόμη όμως και με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μια μουσική πραγματικότητα. Στην οποία αυτοί που ξέρουμε εμείς ως σταρ, φαίνεται ότι είναι ψιλά γράμματα.
Οι αρχάγγελοι δεν παίζουν φλίπερ
Ο τίτλος αναφέρεται στο ομώνυμο έργο του Ντάριο Φο και προσδίδει ένα είδος δραματικότητας στα φλιπεράκια των μαθητικών μας χρόνων. Εκείνα τα γιγάντια, πολύχρωμα και θορυβώδη που σήμερα θα τα χαρακτηρίζαμε ως καλτ «μνημεία» και που είναι οι πρόγονοι των παιχνιδομηχανών. Και οι επίγονοι των τζουκ μποξ. Για την Ιστορία, οι απαρχές του φλίπερ ανιχνεύονται στη γαλλική αριστοκρατία του 17ου αιώνα, τελειοποιήθηκαν όμως και έγιναν μόδα στις ΗΠΑ του Μεσοπολέμου. Στην Ελλάδα ήρθαν τη δεκαετία του 1950 μαζί με άλλα «καλούδια» του θαυμαστού, καινούργιου κόσμου και με τη χρωματιστή φασαρία τους έκαναν αίσθηση στην «ασπρόμαυρη» και χαμηλόφωνη μεταπολεμική Ελλάδα. Εντάχθηκαν κι αυτά στη λεγόμενη «κουλτούρα των σφαιριστηρίων» που τη βλέπουμε στις δραματικές αλλά και στις κωμικές ελληνικές ταινίες του 1960 που έχουν θέμα ή αναφορά στην «έκλυτη νεολαία». Ωστόσο, τα φλιπεράκια επιβίωσαν και στις δεκαετίες 1970, 1980. Ακόμη και στα 1990 – έστω και στο πλαίσιο του retro chic.
Και να τώρα που τα φλίπερ, όπως διαβάζω, επιστρέφουν. Ως συλλεκτικά και vintage αντικείμενα, όχι όμως μουσειακά. Διότι στο Μουσείο Φλίπερ που εγκαινίασε τη λειτουργία του πριν από λίγες μέρες στην οδό Μακρή 2 και Διονυσίου Αρεοπαγίτου (εκεί όπου ήταν κάποτε η Μέδουσα του Γιώργου Μαρίνου) μπορεί κάποιος, με 10 ευρώ είσοδο, να παίξει απεριόριστα. Σε περισσότερες από 100 μηχανές που ο ιδιοκτήτης του μουσείου Πάνος Μπιτάρχας έψαξε και βρήκε σε ολόκληρη την Ελλάδα. Οπως διαβάζω, άλλες ήταν μισοχαλασμένες, άλλες παρατημένες σε υπόγεια μαζί με σκουπίδια. Τις σένιαρε όμως και μας (σας) περιμένουν γυαλιστερές και αλαλάζουσες για να θυμηθούμε τα καλύτερά μας χρόνια.
Στα μωσαϊκά
Το άκουσα σε μεσημεριανή εκπομπή του Σκάι, από αυτές που τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, αλλά στην εποχή του Instagram θα μπορούσα να το είχα ακούσει οπουδήποτε. Οι παρουσιαστές, μια άνευ λόγου υπερχαρούμενη κυρία και οι δύο συνοδοί της, σχολίαζαν φωτογραφίες που είχαν αναρτήσει πρώην μοντέλα, πρώην διαγωνιζόμενες και πρώην γενικώς. Για τη μία αποφάνθηκαν ότι είχε ταιριάξει εξαιρετικά το κόκκινο ρούχο της με το βίντατζ μωσαϊκό του πατώματος. Και η άλλη, την τσάντα της με τους ρόμβους στα πλακάκια του τοίχου. Χαρά στο πράγμα. Να σας σετάρω εγώ το φιστικί με την τσιμεντοκονία και το καρπουζί με στούκο βενετσάνο ακόμη καλύτερα.
Χάρης Λίθος, εικαστικός
Τι μου αρέσει
Η απόλυτη συσχέτιση της ανακολουθίας των κτιρίων με την ανθρώπινη ανακολουθία. Είναι λες και η αρχιτεκτονική της εικονογραφεί την ίδια την κοινωνία. Παλιά αρχοντικά/νεοκλασικά, άλλοτε αγέρωχα, άλλοτε μισογκρεμισμένα, δίπλα σε πρόχειρα, κακής αισθητικής και κατασκευής σπίτια, σαν ενοικιαζόμενα κουτιά, που μέσα τους άνθρωποι ζουν, ερωτεύονται, ονειρεύονται. Και όλα αυτά συνυπάρχουν τόσο αβίαστα, επαναπροσδιορίζοντας την ίδια την έννοια της αρμονίας.