Στη συναυλία σας, στο Ηρώδειο, για τη μη κερδοσκοπική εταιρεία «Γυναίκες στην Ογκολογία» καλέσατε τη Μαρίνα Σάττι, τις Fonés και Chόres και τους Αλκμάν.
Παρατηρώντας τους νέους καλλιτέχνες, ποιο είναι το στοιχείο που σας θυμίζει το δικό σας ξεκίνημα και ποιο εκείνο που δεν κατανοείτε;
Εχουν την ίδια λαχτάρα που είχα κι εγώ να εκφραστούν, να κάνουν κάτι ωραίο, να γίνουν κατά κάποιον τρόπο διάφανοι, να επικοινωνήσουν. Αλλά εγώ ήμουν μάλλον ερασιτέχνης, δεν έμαθα κανένα όργανο καλά, δεν έχω φωνή, δεν προχώρησα θεωρητικά, ενώ βλέπω τη νέα γενιά μουσικών – και σαφώς τη Σάττι και τους Αλκμάν – να έχουν τελειώσει ωδεία, πανεπιστήμια, να μιλούν ξένες γλώσσες, που η δική μου γενιά ούτε το έρμο το Lower δεν κατάφερε να πάρει. Αλλά δεν κατανοώ μερικούς που γράφουν και τραγουδούν αγγλικά. Ενας γερμανός ψυχαναλυτής μού έλεγε ότι δεν έχει πελάτες Ελληνες γιατί, λέει, η ψυχανάλυση γίνεται μόνο στη μητρική γλώσσα του θεραπευομένου. Μα και το τραγούδι έτσι είναι. Για τα social media αρκούν τα αγγλικά σου, αλλά άμα θες να πεις τα σώψυχά σου χρειάζεται η μητρική σου γλώσσα νομίζω.
Ο υπότιτλος της παράστασής σας έχει τη φράση «Στην υγειά των κοριτσιών μας». Πότε πιστεύετε ότι ένα κορίτσι παύει να είναι κορίτσι;
Οταν πάψουμε να νιώθουμε στοργή γι’ αυτό. Η οικειότητα που φέρνει η αγάπη, η φιλία και η στοργή είναι που κάνουν τα κορίτσια αιώνια. Χωρίς αυτά τα αισθήματα θα ήσασταν δεσποινίδες και κυρίες σκέτες. Ο τίτλος της συναυλίας θα μπορούσε να είναι «Για την πρόληψη του γυναικείου καρκίνου», αλλά αυτό μοιάζει με ιατρικό συνέδριο. Μια συναυλία οφείλει να είναι μια τρυφερότητα. Για την υγεία των κοριτσιών μας, λοιπόν, θα είμαστε όλοι εκεί, ελπίζω κι εσείς.
Ανυπομονώ… Η εκκίνησή σας στο ελληνικό τραγούδι συμπίπτει χρονικά με μια κρίσιμη περίοδο για την Ελλάδα αλλά και τον κόσμο: πόλεμος στο Βιετνάμ, επανάσταση των χίπις, λίγο αργότερα ο Μάης στο Παρίσι. Ενα κλίμα όπου καλλιτέχνες της αξίας των Μπιτλς, Ντίλαν, Μπαέζ δημιουργούν το πολιτικό τραγούδι. Στην Ελλάδα αυτό εκφράστηκε μέσα από τη δική σας δημιουργία και με νέο ήχο. Με την απόσταση που προσφέρει ο χρόνος, τι βλέπετε προς τα πίσω; Ποια κομμάτια από εκείνο τον Σαββόπουλο αναγνωρίζετε και σήμερα;
Τα έγραψα με την καρδιά μου και όλα τα αναγνωρίζω. Είναι όπως όταν βλέπουμε φωτογραφίες μας από μια άλλη ηλικία. Νιώθεις σαν η φωτογραφία να έχει μια δική της ψυχούλα, σαν να σου λέει κάτι ανεξάρτητα από τις περιστάσεις μέσα στις οποίες τραβήχτηκε.
Εχετε πει σε συνέντευξη εκείνης της εποχής ότι «ο διορισμός ορισμένων τραγουδιστών ως πολιτικών τραγουδιστών αποτελεί την απελπισία και την καταδίκη τους». Δικαιώθηκε αυτή η άποψή σας;
Αυτό ας το πει κανένας άλλος. Το τραγούδι και γενικά η τέχνη μάς κάνει πιο ευαίσθητους, άρα πιο ικανούς να συνυπάρξουμε με τον άλλον παρά τις διαφορές μας. Αυτή είναι η βαθύτερη πολιτική σημασία της τέχνης, δεν χρειάζεται να φωνάζει συνθήματα, ξεπέφτει στην προπαγάνδα έτσι. Π.χ. το δημοτικό τραγούδι «Σαράντα παλικάρια» έχει, βέβαια, πολιτική σημασία διότι πάνε στην εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα δεν κάνει πολιτική, κάνει τέχνη. Περνάει μπροστά από τα μάτια σου μια παρέα αγοριών που πάνε για τη μάχη της Τριπολιτσάς, μια εικόνα λεβεντιάς και ανάτασης. Αν έλεγε «πάμε να φάμε Τούρκους» θα ήταν μίζερη προπαγάνδα. Στο «Βιετνάμ γιε γιε» το gros plan είναι σε αυτόν που ανασαίνει με καλάμι, που θα πήγαινε χέρι χέρι με το κορίτσι. Μιλάει για τη νοσταλγία της ειρήνης, θα μπορούσε να συμβαίνει και στη Δουνκέρκη ας πούμε. Αν το τραγούδι δεν ξεπερνάει το αρχικό του ερέθισμα και δεν πάει βαθύτερα, δεν αντέχει στον χρόνο.
Για να γράψετε το ζεϊμπέκικο μελετήσατε τον Καζαντζίδη, ενώ το «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη» είναι εμπνευσμένο από τον Τσε Γκεβάρα. Υπάρχουν πρόσωπα ή καταστάσεις που μπορούν να δώσουν υλικό για τέτοιου είδους δημιουργία σήμερα;
Ναι, οι εκατοντάδες εθελοντές στο Μάτι. Κάνανε οτοστόπ στα αυτοκίνητα για να τους πάνε στη φωτιά να βοηθήσουν. Καταπληκτικά πράγματα. Ολοι οι άλλοι, δικαιολογημένα ή όχι, έσπευδαν να ρίξουν το φταίξιμο αλλού. Οι Αρχές στα αυθαίρετα, ο κόσμος στην Πυροσβεστική, οι κυβερνώντες στην κλιματική αλλαγή. Υπήρξαν και κάποιοι που έριξαν το φταίξιμο στα μέσα ενημέρωσης! Αλλά έβλεπα τους εθελοντές στην τηλεόραση: μιλούσαν μόνο για την ανάγκη μέσα τους που τους έσπρωξε να τρέξουν, να δουν, να πράξουν. Δεν υπάρχει παράσημο γι΄αυτή τη γενναιότητα.
Το τραγούδι και η τέχνη γενικότερα λειτουργούν ενωτικά σε μια κοινωνία. Υπάρχει τέτοιο είδος τραγουδιού σήμερα που να μπορεί να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο; Μήπως η αμηχανία που υπάρχει στην πολιτική, την κοινωνία κ.λπ. αντανακλάται και στο τραγούδι;
Αμηχανία, βέβαια, υπάρχει γιατί δεν ξέρεις από πού θα σου ‘ρθει, αλλά η ζωή συνεχίζεται, το ίδιο και η τέχνη. Βλέπουμε υπέροχες παραστάσεις στο θέατρο, παρακολουθώ με αμείωτο ενδιαφέρον τη δουλειά του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Και – για να ρίξουμε και μια ματιά και στον δικό μου τομέα -είδατε τα προγράμματα στην Ταράτσα του Φοίβου; Εντελώς ενωτικά. Φαντάζομαι θα υπάρχουν κι άλλα τέτοια σε νεανικές σκηνές.
Ανήκετε στους καλλιτέχνες που προκάλεσαν φανατικούς οπαδούς και εχθρούς. Ανάμεσα σε αυτό το πεδίο αμφισβήτησης εσείς πώς βρίσκετε το στίγμα σας;
Το στίγμα μου δεν το βρίσκω, υπάρχει μέσα μου και απλώς βγαίνει στην επιφάνεια με τη δουλειά μου. Ο κόσμος είναι εκείνος που ανταποκρίνεται θετικά ή αρνητικά, αλλά αυτό δεν επηρεάζει το στίγμα μου διότι το περιέχω. Συναισθηματικά, βέβαια, ως άνθρωπος φυσικό είναι να στενοχωριέμαι όταν δεν μ’ αγαπάνε, αλλά δεν πρέπει κι εγώ να αγαπώ τον εαυτό μου, να σέβομαι το στίγμα μου; Μήπως πρέπει να λέω μόνο ό,τι θέλουν να ακούσουν; Η ντροπή των τροβαδούρων θα ήμουν έτσι.
Η διαδρομή σας και η δημιουργία σας έδωσαν δικαιώματα να σας τοποθετήσουν «αρχηγό» των πολιτικών τραγουδοποιών, απαιτώντας – έστω και σιωπηλά – από εσάς συγκεκριμένη στάση και συμπεριφορά. Σας κούρασε αυτό;
Ναι, με κούρασε. Και δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες. Ακούστε: οι δάσκαλοί μου συνέθεταν κι έλεγαν αυτό που αισθάνονταν κι αυτό που σκέφτονταν πάντα, κι αυτό πιστεύω πως πρέπει να κάνει ένας τραγουδοποιός. Αυτό οφείλει και απέναντι στον εαυτό του και απέναντι στον κόσμο και στην παράδοσή του.
Σκεφτήκατε ποτέ ότι σας απέδωσαν ρόλους που εσείς ποτέ δεν ζητήσατε;
Ναι, πράγματι συμβαίνει αυτό. Και στην πολιτική, έρχονται στο καμαρίνι και μου ζητούν να ανακατευθώ, και πολιτικές ερωτήσεις μου κάνουν, στις οποίες απαντώ – όταν μπορώ – αλλά σαν τραγουδοποιός και σαν πολίτης, καθόλου σαν ειδικός.
Το κοινό αποζητεί συνέπεια του δημιουργού με το έργο του. Πώς το κρίνετε αυτό;
Το ωραίο είναι το έργο να ξεπερνάει τον δημιουργό του και τις περιστάσεις που το γέννησαν. Ακριβώς όπως θέλουμε τα παιδιά μας να είναι καλύτερα από εμάς. Εμείς φεύγουμε, το έργο συνεχίζεται.
Εδώ που έχετε φτάσει μπορεί κάτι να σας πληγώσει ή αισθάνεστε χαλκέντερος;
Χαλκέντερος εγώ; Δυσκοίλιος μάλλον. Και με προβλήματα αϋπνίας.
Aν γράφατε σήμερα τραγούδι, πιστεύετε ότι θα ήταν ερωτικό ή κοινωνικού – πολιτικού σχολιασμού;
Αυτό που ήθελα να κάνω και δεν έκανα είναι ένα τραγούδι για την Αθήνα. Πολύ την αγάπησα αυτή την πόλη.
Εχετε μετανιώσει για κάτι που δεν τολμήσατε στην τέχνη ή στη ζωή σας;
Σκέφτομαι μερικές φορές πώς θα ήταν, τι θα είχε γίνει, αν είχα παραμείνει τότε στο εξωτερικό. Αλλά δεν μετανιώνω. Γυρίσαμε πίσω επειδή έμεινε έγκυος η Ασπα, έγινα πατέρας, κάναμε δυο υπέροχα παιδιά, ζούμε μια πλούσια σχέση που κρατάει 51 χρόνια, έχουμε φίλους, έχουμε τραγούδια. Ο,τι δυσκολίες και να υπάρχουν, νιώθω ευλογημένος.
Προκαλεί εντύπωση που δεν προβάλλετε τις θέσεις και τις απόψεις σας μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, παραμένοντας πιστός σε πιο παραδοσιακούς τρόπους επικοινωνίας με την κοινωνία, όπως αυτή η συνέντευξη.
Αγοράζω δυο εφημερίδες κάθε μέρα ανυπερθέτως και την Κυριακή όλες. Είμαι παραδοσιακός, σχεδόν Νεάντερνταλ. Δεν ξέρω κομπιούτερ, δεν έχω κινητό, δεν οδηγώ. Εχω βοηθό, βέβαια, στο γραφείο και χρησιμοποιώ το Δίκτυο για επαγγελματικούς λόγους. Οταν θέλω όμως να μιλήσω πιο ουσιαστικά, αισθάνομαι σαν να είμαι σε μια ξένη χώρα εκεί μέσα, σαν να μιλούν μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίνω. Οχι, θέλω μολύβι και τετράδιο, θέλω να διαβάζω και να μυρίζω το χαρτί. Να βάζω το βινύλιο στο πικάπ.