2015: Μοναστηράκι, Ερμού και Λεωκορίου, μπροστά στον πάγκο του Γιάννη Δαρμάνη, μία Κυριακή 7 η ώρα το πρωί, περίπου.
Ως συνήθως, μ’ ένα μεγάλο πάκο παλιές φωτογραφίες στο αριστερό μου χέρι, αρχίζω το ψάξιμο για κάποια στιγμιότυπα που θα με ηλεκτρίσουν με κάποια σκηνή – έκπληξη ή μια ιστορία που θα μου ξεδιπλωθεί μέσα σε δευτερόλεπτα, έτσι ώστε να τις απομονώσω και στη συνέχεια να τις αγοράσω με ένα ή δύο ευρώ την καθεμία φωτογραφία, κάποιες φορές ίσως και λίγο περισσότερο.
Τα παιδιά είναι το θέμα μου. Παιδιά σε φωτογραφίες επώνυμων φωτογράφων στα studio τους. Μωραΐτη, Παντζόπουλου, Ρωμαΐδη, Στίγκου, Διαμαντόπουλου, Nelly’s και πολλών άλλων. Αλλά και ανωνύμων, όπου εκεί η λαϊκή ματιά των φωτογράφων έχει καταγράψει εικόνες αποκαλυπτικές, σε περιοχές που ο χρόνος εξαφάνισε τα ίχνη τους ή και αν κάτι υπάρχει ακόμα να θυμίζει αυτά τα μέρη, σε κάνει να απορείς πώς μεταμορφώθηκαν και για μια ακόμη φορά να αναρωτιέσαι γιατί γκρεμίστηκαν κάποια απ’ αυτά τα σπίτια – μνημεία, σπίτια που κατοίκησαν ιστορίες ανθρώπων με έρωτες και πάθη.
Περίπου 3.000 φωτογραφίες έχω στο αρχείο μου. Οι φιλοδοξίες μου γι’ αυτές είναι πολύ μεγάλες. Αν καταφέρω όμως να αξιοποιήσω περίπου πενήντα απ’ αυτές θα είμαι ικανοποιημένος.
Στο θέμα μας όμως. Η φωτογραφία – κλειδί και η ιστορία της:
Στον χρόνο και στον τόπο που αναφέρθηκα στην αρχή, κρατώντας στο αριστερό μου χέρι τις παλιές φωτογραφίες, μικρών και μεγάλων διαστάσεων, δεν προλαβαίνω να περάσω στη δεύτερη φωτογραφία του πακέτου και το βλέμμα μου καρφώνεται και σταματά. Μια φωτογραφία μαυρόασπρη 5×10 cm, πατιναρισμένη απ’ τον χρόνο, με πλαίσιο υπόλευκο. Παρατηρώ τη δράση που εκτυλίσσεται σ’ αυτό το μικρό ανέλπιστο γεγονός: στρατώνας, μ’ έναν αξιωματικό αριστερά, έναν στρατιώτη να κρατά ένα άλογο μαύρο, ίσως, άλλους τέσσερις στρατιώτες που ο ένας έχει μπανταρισμένο κεφάλι και πίσω ένα κτίριο, λίγο γνώριμο. Τα κεφαλάκια των στρατιωτών έχουν μέγεθος μικρής φακής.
Ο στρατιώτης με το άλογο λοιπόν, ΑΥΤΟΣ! Μ’ ένα κεφαλάκι τόσο μικρό, με το μουστάκι του, το δίκοχο, τη στολή του και τις περικνημίδες του, σε πόζα περήφανη με το χέρι στη ζώνη του. Το βλέμμα του να κοιτάζει τον φωτογράφο ή εμένα που τον σκανάρω από πάνω μέχρι κάτω. Αυτός ο στρατιώτης με ταυτότητα 2 χιλιοστών μού σκίζει την καρδιά και ενεργοποιεί τον μηχανισμό των δακρύων και του δέρματος.
Ο πατέρας μου! φωνάζω δυνατά μέσα μου. Τόσο δυνατά που νόμισα ότι όλοι γύρισαν τρομαγμένοι να με βοηθήσουν. Κανείς δεν είχε γυρίσει, εγώ μόνο άκουγα του βλέμματός μου το τράνταγμα. Ο πατέρας μου, λέω στον Δαρμάνη και του δείχνω τη φωτογραφία. Ο πατέρας μου, του ξαναλέω. Με κοίταξε με πολλή χαρά και ήταν σαν να δικαίωνα τον ρόλο του. Ναι, σ’ αυτούς τους ανθρώπους με τους πάγκους τους, που είναι εκεί κάθε μέρα και θα είναι για πάντα, οφείλω πολλά. Γιατί με αυτούς συναντώ το παρελθόν, δυναμώνω το παρόν και ονειρεύομαι τα μελλούμενα. Ισως ο Δαρμάνης να έχει ζήσει ξανά τέτοιες ιστορίες. Αλλωστε αυτό είναι το Μοναστηράκι! Και με πολλή αγάπη μού χάρισε αυτό το μικρό θαύμα. Το μικρό μαυρόασπρο παραθυράκι που φώτισε το βλέμμα μου και γλύκανε την απουσία του εδώ και πολλά χρόνια.
Το 1970 χάσαμε τον πατέρα, ξαφνικά, από την καρδιά του. Ξύπνησε και πέθανε. Αυτός ο γίγαντας που άντεξε τον πόλεμο στην Αλβανία, ηρωικά, όπως και τόσοι άλλοι, έκανε οικογένεια μεγάλη και φίλους πολλούς. Χασάπης στην Αγορά των Χανίων και μετά μπογιατζής. Οταν ήμουν μικρός και μπαινόβγαινα στην Αγορά, όλο αυτό το σταυροειδές κτίριο, που έσφυζε από κόσμο καθημερινά, νόμιζα ότι ήταν δικό μας, του μπαμπά μου. Γιατί όλοι με υποδέχονταν με αγάπη και σεβασμό. Ο γιος του Νίκου έλεγαν και εγώ καμάρωνα!
Φορτισμένος από συγκίνηση, τηλεφώνησα στον αδελφό μου Ντίνο και μοιραστήκαμε τη χαρά που έμοιαζε γιορτή από το πουθενά. Μου πρότεινε να σκανάρω τη φωτογραφία και να τη στείλω στην κόρη του Πόπη και ανιψιά μου, η οποία κρατάει το αρχείο των φωτογραφιών της οικογένειάς μας. Οταν η φωτογραφία διέγραψε το ηλεκτρονικό της ταξίδι και έφθασε στα αρχεία της, χτύπησε το τηλέφωνο. Η ψύχραιμη φωνή της ανιψιάς μου είχε μια απορία. «Είσαι σίγουρος, Μιχάλη, ότι αυτός είναι ο παππούς μου, ο μπαμπάς σου;».
Απόλυτα σίγουρος, της απαντώ. Η ανιψιά μου είναι λογικό να μην τον αναγνώρισε, δεν τον γνώρισε ποτέ.
Της προτείνω να συγκρίνει τη φωτογραφία με μία προϋπάρχουσα στο αρχείο, που εμφανίζει τον παππού της έφιππο σε έναν στρατώνα. Μέσα σε λίγα λεπτά η Πόπη βγάζει μια πνιχτή φωνή χαράς έχοντας εξιχνιάσει το μεγαλύτερο μυστήριο του κόσμου. Το άλογο και στις δύο φωτογραφίες είναι το ίδιο. Εχει στο πίσω αριστερό του πόδι την ίδια ακριβώς άσπρη κηλίδα. Η ταυτοποίηση του πατέρα για την Πόπη ήταν το άλογο, για μένα από την αρχή ήταν αυτό το πρόσωπο που ακόμα και σήμερα συντροφεύει τις αγωνίες μου.
Οσο για το κτίριο πίσω που στην αρχή έμοιαζε λίγο γνώριμο. Ναι, ήταν στα Χανιά, στους ιταλικούς στρατώνες. Ενα ακόμη μνημείο αρχιτεκτονικής που σε υποδεχόταν στην είσοδο σχεδόν της πόλης με τη λαμπερή του ώχρα, τα κεραμιδί οξυκόρυφα παράθυρα και τα καμαρωτά πεύκα μπροστά του.
Φέτος το καλοκαίρι μάς ράγισε την καρδιά. Ανοιξε με μαύρους καπνούς τον ουρανό του και μας άφησε άδεια, γεμάτα στάχτη, τα σωθικά του.