Ο Κώστας Γαβράς είναι ένας εξόριστος της Ιστορίας. Προσωπικές εμπειρίες, ιστορικά γεγονότα και ενδόμυχες σκέψεις του βλέπουν για πρώτη φορά το φως σε ένα βιβλίο που έχει ήδη κατακτήσει κοινό και κριτικούς στη Γαλλία και που σε λίγο καιρό θα μεταφραστεί στα ελληνικά. Πρόκειται για μια αυτοβιογραφία, στην οποία ο διάσημος έλληνας σκηνοθέτης αφηγείται σημαντικά γεγονότα της ζωής του: την άφιξή του στο Παρίσι το 1955, τις ανησυχίες του, το πώς προέκυψε το πάθος του για τον κινηματογράφο. Στα 85 του χρόνια είναι πρόεδρος της Γαλλικής Ταινιοθήκης, ενώ ετοιμάζει ακόμα μία ταινία.
Ας ξεκινήσουμε κατευθείαν με μια… δύσκολη ερώτηση: Ζείτε;
(Γέλια) Εχετε δίκιο! Πριν από λίγες μέρες «βγήκε βρώμα» ότι αποδήμησα εις Κύριον. Αλλο και τούτο! Μου τηλεφωνούσαν απ’ όλο τον κόσμο για να μάθουν αν ζω. Μέσα σε όλη αυτή την ιστορία όμως υπήρξε και κάτι που με ικανοποίησε: ήταν η αντίδραση του εγγονού μου, του Τεό, που είναι 12 ετών. Μέχρι τότε ήμουν «ο παππούς» του, «που κάνει ταινίες». Οταν όμως είδε να μιλάει όλος ο κόσμος για μένα και πως θύματα αυτής της ψευδούς είδησης έπεσαν ακόμα και ο Πάπας ή ο Αλμοδόβαρ, ανέβηκα αμέσως στην εκτίμησή του. Στο δικό του μυαλό, μέσα σε μια μέρα έγινα ισάξιος ενός ποδοσφαιριστή!
Γράψατε πρόσφατα ένα βιβλίο. Για ποιον λόγο;
Τώρα που όλος ο κόσμος μιλάει για τη μετανάστευση, τα εγγόνια μου άρχισαν να με ρωτούν όλο και περισσότερο για το πώς εγώ βρέθηκα στη Γαλλία, πώς έμεινα εδώ και τι έγινε μετά. Οπότε άρχισα να γράφω τις ιστορίες που ανέσυρα απ’ τη μνήμη μου. Και, ξέρετε, όταν βάζει κανείς το κεφάλι κάτω και στύβει το μυαλό του μπορεί καμιά φορά να προκαλέσει μια τεράστια έκρηξη αναμνήσεων! Σου έρχονται απ’ όλες τις μεριές και δεν τις προλαβαίνεις.
Με το πέρασμα του χρόνου όμως δεν ξεχνάμε τις λεπτομέρειες; Θέλω να πω, στο Παρίσι ήρθατε το ’55…
Κι όμως δεν ξεχνώ τίποτα. Η άφιξή μου ήταν πολύ περιπετειώδης και τα όσα ακολούθησαν καταιγιστικά. Ξέρετε, η ζωή είναι μια αλληλουχία γεγονότων, πολλές φορές τυχαίων και απίθανων.
Στη Γαλλία χρωστάτε το ότι πραγματοποιήσατε το όνειρό σας;
Ναι, στη Γαλλία έκανα πιο πολλά κι απ’ αυτά που είχα ονειρευτεί ποτέ για τον εαυτό μου. Οι συμπτώσεις, οι συγκυρίες, οι γνωριμίες, η σκληρή δουλειά… Ολα μαζί βοήθησαν. Το να βρίσκομαι στα πλατό όλη μέρα όταν ήμουν φοιτητής μού επέτρεπε να εφαρμόζω στην πράξη όλα αυτά που μάθαινα στη Σχολή. Στην Ελλάδα με είχαν αποκλείσει από όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα γιατί ο πατέρας μου ήταν στο ΕΑΜ. Οπότε στη Γαλλία ήμουν τρισευτυχισμένος. Στα πλατό έμαθα να απελευθερώνομαι.
Πιστεύετε ότι το σινεμά είναι πολιτική πράξη; Γιατί υπάρχουν και πολλές ταινίες εντυπωσιακές πολλές φορές, αλλά πάντως ανοησίες.
Βεβαίως, είναι και πολιτική πράξη το σινεμά. Οι ταινίες για τις οποίες μιλάτε γίνονται για να αποχαυνώνεται ο κόσμος. Και βλέπουμε πώς ψηφίζουν οι αποχαυνωμένοι άνθρωποι. Δεν έχουν ιδεολογία, ψηφίζουν ανάλογα με το τι βλέπουν στην τηλεόραση, ανάλογα με τις παραστάσεις που έχει ο καθένας. Είναι πολύ ανησυχητικό.
Στο βιβλίο διαβάζουμε πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες για το πώς προέκυψαν οι ταινίες σας…
Ναι, γιατί έχω καθιερωθεί στη συνείδηση του κόσμου ως δημιουργός πολιτικών ταινιών, με την έννοια ότι ξυπνάω μια ωραία πρωία με μια ιδέα πολιτικής φύσης και ξεκινώ την υλοποίησή της. Δεν είναι έτσι όμως. Μια ταινία είναι αποτέλεσμα εμπειριών, συγκυριών, καταστάσεων και συναισθημάτων που με αγγίζουν πολύ βαθιά. Στο βιβλίο θέλησα να δείξω πως μια ταινία γεννιέται υπό πολύ ιδιαίτερες συνθήκες και όχι προγραμματισμένα. Υπάρχουν επίσης ταινίες που καταλήγουν σε μεγάλη αποτυχία…
Είχατε δηλαδή και αποτυχίες;
Μα τι λέτε; Βεβαίως! Και αυτό συνεπάγεται ολοκληρωτική καταστροφή. Και επαγγελματική και προσωπική. Γιατί κάνεις έναν χρόνο να σκεφτείς με λεπτομέρεια μια ταινία και στο μεταξύ κινητοποιείς πολύ κόσμο. Βάζεις να δουλεύουν ηθοποιοί, τεχνικοί, παραγωγοί, πολύς κόσμος. Και όλοι περιμένουν από τον σκηνοθέτη να φέρει την επιτυχία. Κι αν αυτή δεν έρθει, συνθλίβεσαι. Μετά είναι δύσκολο να ξανασηκωθείς. Θέλεις χρόνο, φίλους και έναν περίγυρο που πιστεύει σ’ εσένα ή που τέλος πάντων προσποιείται ότι πιστεύει. Επίσης, υπάρχουν και οι παρεξηγημένες ταινίες. Οπως για παράδειγμα η ταινία μου «Μακί, τα Λιοντάρια της Κολάσεως». Το 1967 που βγήκε ήταν μια αποτυχία. Πρόσφατα όμως την επεξεργαστήκαμε με καινούργιες τεχνικές και οι κριτικές ήταν διθυραμβικές! (γέλια).
Επιστρέφουμε λοιπόν στο ’67. Την ώρα που στην Ελλάδα είχαμε χούντα αισθανόσασταν πως έπρεπε με κάποιον τρόπο να αντιδράσετε. Οπως γράφετε στο βιβλίο, τις Κυριακές, στο Παρίσι, συναντιόσασταν συχνά τα μεσημέρια με τον Ιβ Μοντάν και τον Χόρχε Σεμπρούν και γύρω από ένα τραπέζι γεννήθηκε το «Ζ». Αισθανθήκατε το ίδιο όταν η Ελλάδα μπήκε και πάλι σε κρίση, πριν από λίγα χρόνια;
Ακριβώς. Και το 2010, όταν η Ελλάδα έμπαινε πλέον βαθιά στην κρίση, άρχισα να μαζεύω όλα τα άρθρα που δημοσιεύονταν στον Τύπο. Καταλάβαινα ότι τα γεγονότα ήταν ιστορικά. Ξεκίνησα λοιπόν να μαζεύω υλικό. Ακόμα έχω στοίβες από άρθρα. Στη συνέχεια έλαβα και το βιβλίο του Βαρουφάκη και σκέφτηκα να κάνω μια ταινία. Αυτό ήταν μάλιστα και το καταλυτικό στοιχείο ώστε να ξεκινήσω, γιατί μέχρι τότε είχα διάφορα στοιχεία αλλά τίποτε το απτό και συγκεκριμένο.
Η κρίση αυτή αποτέλεσε πραγματικό κίνδυνο για την Ελλάδα, ξέρετε, που κάποιοι τον υποτιμούν. Ο,τι και να πιστεύει κανείς, ας πάρει την έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και θα καταλάβει…
Το 2014 σάς πρότειναν να γίνετε Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αρνηθήκατε τελικά, το σκεφτήκατε όμως…
Πράγματι, ήταν τεράστια τιμή για μένα και πολύ συγκινητικό. Ομως δεν ήμουν το κατάλληλο πρόσωπο για το αξίωμα αυτό. Σκέφτηκα ότι θα ήταν βέβαια για μένα ένα είδος δικαίωσης ύστερα από όλα όσα έζησα, όπως για παράδειγμα η εξορία ή η υποτίμηση από τον Μαρκεζίνη των αποταμιεύσεων σκληρής δουλειάς πολλών χρόνων. Θα επέστρεφα στην Ελλάδα μετά βαΐων και κλάδων ως Πρόεδρος πλέον… Ομως απέρριψα την πρόταση. Αλλωστε τα ελληνικά μου δεν είναι πλέον και πολύ καλά!