Στον βαθμό που αναρωτιέται κανείς ποιος λόγος υπήρχε για να γραφεί ένα μυθιστόρημα όπως το «Δε λες κουβέντα» του Μάκη Μαλαφέκα, στον ίδιο ή και σε μεγαλύτερο ακόμη βαθμό το απολαμβάνεις διαβάζοντάς το. Με μια ένσταση όμως που, διατυπωμένη από την αρχή, μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε ακόμη καλύτερα τις όποιες επιμέρους επιφυλάξεις ή θετικές αντιδράσεις. Μάλλον υπερβολή να χαρακτηρίζονται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ως «παλιρροιακή δίνη» μιας εποχής, που σχεδόν εξυφάνθηκε για να περιλάβει μέσα της έναν συγγραφέα, τον βασικό ήρωα του «Δε λες κουβέντα» – ο καύσωνας, η σύγχρονη τέχνη, το ρεκόρ του τουρισμού, το Μνημόνιο και το Airbnb, τα μοιραία κορίτσια και οι παρανοϊκοί ταξιτζήδες.

Η πραγματική «παλιρροιακή δίνη», σ’ ένα μυθιστόρημα κυρίως, έχει πολύ πιο θηριώδεις διαστάσεις και οι όποιες δυνάμεις συνετέλεσαν στη συγκρότησή της δεν μπορεί να είχαν ως στόχο έναν συγκεκριμένο άνθρωπο – έστω και συγγραφέα – που φαίνεται άλλωστε να την απολαμβάνει, ενώ αν συνιστούσε μια πραγματική απειλή, θα καταμετρούνταν πολύ πιο οδυνηρές απώλειες σε σχέση με τις τωρινές. Αφού όταν γίνεται λόγος για απαγωγές ή φόνους, δεν είναι κάτι μη αναμενόμενο σ’ ένα μυθιστόρημα που το τρίγωνο Υδρα – Εξάρχεια – ναρκωτικά, όσο σοβαρό θέμα κι αν αποτελεί, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «παλιρροιακή δίνη». Οταν σ’ ένα μυθιστόρημα τα πρωταγωνιστικά ή τα δευτερεύουσας και τριτεύουσας σημασίας πρόσωπα δεν αντιπροσωπεύουν παρά μόνο τον εαυτό του το καθένα, επόμενο είναι το ενδιαφέρον μας να ανεβαίνει κατακόρυφα καθώς τα αισθάνεσαι ως φορείς ενός μυστικού που είναι αδύνατον να το γνωρίσεις αν δεν σου το εξομολογηθούν τα ίδια.

Οταν όμως έχεις να κάνεις με πρόσωπα που τα ίδια δεν γνωρίζουν τον εαυτό τους ή διατηρούν γι’ αυτόν μια εντύπωση που αναιρείται διαρκώς χάρη στη σύμπραξή τους με άτομα που εξίσου φαίνεται να άγονται και να φέρονται ως χαρακτήρες χωρίς ραχοκοκαλιά, παρά το «βάρος» ή τη «δυναμικότητα» των αποφάσεων ή των κινήσεών τους, τότε η όλη σύνθεση χωλαίνει αφάνταστα γιατί, παρά το μπούκωμα σε «εξαιρετικά» περιστατικά, πρόκειται για μια σύνθεση που την απαρτίζουν μεμονωμένες περιπτώσεις, άρα για μια σύνθεση «περιπτωσιολογική».

Ενα γνήσιο μυθιστορηματικό πρόσωπο δεν υφίσταται μόνο όπως το καθορίζουν οι συνθήκες που του έχουν επιβληθεί ή το ίδιο τις έχει προκαλέσει, κρίνεται όσον αφορά τη μυθοπλαστική του αρτιότητα στον βαθμό που ψυχικά και υπαρξιακά γίνεται κυρίαρχο των συνθηκών αυτών, έστω κι αν τελικά πρόκειται να το συντρίψουν. Και ο Μιχάλης Κρόκος – ο ήρωας αφηγητής – και η Κρις, και ο Χάρι, και ο Περδίκης, και η τραβεστί Ρεβέκκα, η πιο ωραία άλλοτε τραβεστί της φέτας Πατησίων – Αχαρνών, ένας συνδυασμός του Τζουντ Λο και της Νόρας Βαλσάμη, κι ένα σωρό άλλοι, δεν παύουν να ολοκληρώνουν ένα σχέδιο, όπως το έχει καταστρώσει ο συγγραφέας κι όχι όπως θα εξελισσόταν χάρη στους ίδιους, αν διατηρούσαν μια σχετική ελευθερία κι ο δημιουργός τους απλά θα τους παρακολουθούσε. Κάτι που αν συνέβαινε, δεν θα χρειαζόταν, τόσες φορές για να αιφνιδιαστεί ο αναγνώστης, η λέξη «σκατά» ή τόσες φορές τα «κατουρήματα» και τα «γαμήσια» ή η καταχώριση ως πανάκειας της έκφρασης «δεν παίζει» ή «τον παίρνεις», καθώς θα τον είχε αιχμαλωτίσει – τον αναγνώστη – μια προοπτική όσον αφορά τη συμπεριφορά των ηρώων τόσο απρόβλεπτη όσο φαινομενικά θα είχε υπάρξει και για τον ίδιο τον συγγραφέα.

Συγγραφικές εμμονές

Οταν πρόκειται όμως για μια τόσο «φωναχτή» υπόθεση όπως του μυθιστορήματος «Δε λες κουβέντα», δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις ώς ποιο βαθμό ο συγγραφέας υπηρετεί τις δικές του «εμμονές», ενώ οι ήρωές του τον ενδιαφέρουν ώς το σημείο που ενσωματώνονται στις απολύτως σαφείς προδιαγραφές του σχεδίου του. Το πολύ θετικό με λιγότερο φιλόδοξα μυθιστορήματα είναι πως με το να αισθάνονται ως παγίδα την ένταση και τη σκοτεινιά μιας εποχής (αυτό που χαρακτηρίζεται ως «παλιρροιακή δίνη» στο «Δε λες κουβέντα»), οι ήρωές τους μπορεί να διατηρούν μια σχετική αυτονομία σε σχέση με τον δημιουργό τους και να μην καθυποτάσσονται σ’ ένα τόσο γενικά όσο και ειδικά σχεδιασμένο συγγραφικό πλάνο. Μ’ αποτέλεσμα με όσο λιγότερο ακραία μορφή αποδίδεται μια εποχή τόσο πιο χαρακτηριστικοί και αληθοφανείς ν’ αναγνωρίζονται οι άνθρωποί της. Κι είναι απορίας άξιον πώς ο Μάκης Μαλαφέκας δεν πραγματοποίησε μια σχετική αξίωση, καθώς φαίνεται να την είχε κατά νου, για να βάζει ως μότο στο βιβλίο του μια πραγματικά αριστουργηματική φράση του μεξικανού συγγραφέα και βιογράφου του Τσε Γκεβάρα, Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, που λέει «νομίζω ότι έχω ξεπεράσει πια την αυταπάτη πως όταν η ζωή γίνεται βαθιά αντιφατική, έρχεται το μυθιστόρημα να την επανορθώσει». Τόσο περισσότερο απορίας άξιον όταν το ίδιο το μυθιστόρημα σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς συμβαίνει μια περιοχή ιδιαίτερα γνωστή όπως είναι το Μοναστηράκι ώς την Πλατεία Βικτωρίας (με όλα τα αναγνωρίσιμα σημάδια της, τον «Θανάση», τον «Σάββα», τον «Μπαϊρακτάρη», τα «Goody’s») ν’ αναπαρίσταται μ’ έναν τρόπο σαν να μην είχες υποψιαστεί καν την ύπαρξή της ώς σήμερα, ενώ αντίθετα με τους ήρωές του, που σαφώς επιδιώκει ο δημιουργός τους να μας εντυπωσιάσει με την άναρχη και αντικατεστημένη συμπεριφορά τους, να έχουμε συχνά, σε απελπιστικό βαθμό, την αίσθηση του «déjà vu».

Συνωστισμός

Η Ντοκουμέντα, ο Κολτρέιν και τα αεροπλάνα

Βέβαια οι εποχές αλλάζουν και δεν θα ήταν δυνατόν το 2018, με όσα τρομερά συμβαίνουν, να επιμένουμε ν’ αναγνωρίζουμε στους ήρωες του Δημήτρη Μαλαφέκα τον Χρήστο ή τη νοσοκόμα Ευδοκία του Μένη Κουμανταρέα που ως «κυρίαρχα» στην περιοχή της Βικτωρίας τη δεκαετία του ’50, αν όχι και πιο μπροστά, έβαλαν για πάντα τη σφραγίδα τους στην ομώνυμη πλατεία. Φυσικά ο Κουμανταρέας θα επέλεγε αποκλειστικά τα στοιχεία που θα έκαναν την αδιαφάνεια του ήρωά του εξίσου ελκυστική με τη διαφάνειά του και δεν θα προκαλούσε έναν συνωστισμό, στις τρεις πρώτες κιόλας σελίδες του μυθιστορήματός του, όπως ο Μαλαφέκας, συμπαρατάσσοντας μια πτήση αεροπορική, την Ντοκουμέντα, τον Τζον Κολτρέιν, τα αεροπλάνα της Aegean, μια συζήτηση για ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στο κιτς και τον σουρεαλισμό, τον Κρίστο, τον Ναπολέοντα με στολή πιλότου, την Πλατεία Βαντόμ στο Παρίσι, τον καύσωνα. Γραμμένο με μια τρομακτική ζωηρότητα το «Δε λες κουβέντα», αναρωτιέσαι μήπως η πρόθεση του συγγραφέα περιορίζεται σ’ αυτό ακριβώς το στοιχείο καθώς η πλησμονή σε ξένες λέξεις και όρους (private joke, nothing like the sun, eyes wide shut, Wikileaks και πλήθος άλλων) το κάνει να φαίνεται πως έχει συλληφθεί ως αντικαταστατό ντοκουμέντο μιας εποχής, παρά ως «sub speciae aeterninatis». Κρίμα.

Μάκης Μαλαφέκας

Δε λες κουβέντα

Εκδ. Μελάνι, 2018, σελ. 266

Τιμή: 16 ευρώ