Τζέσμιν Γουόρντ
Τα φαντάσματα της δουλείας
Στην πολιτεία Μισισίπι, την εποχή μετά τον τυφώνα Κατρίνα, ο 13χρονος Τζότζο μεγαλώνει σε ένα σύμπαν όπου κυριαρχούν «η μυρωδιά του θανάτου» και τα φαντάσματα του παρελθόντος. Για τη μητέρα του Λιόνι, που τριπάρει με ναρκωτικά, το μεγάλο μάθημα της αμερικανικής υπαίθρου είναι ένα: «Εμαθα ότι ύστερα από το πρώτο ξέφρενο ξεχείλισμα της ζωής, ο χρόνος κατατρώει τα πράγματα…». Γραμμένο εν μέρει ως μυθιστόρημα δρόμου και διατηρώντας «νόμιμες» αναφορές στην «Αγαπημένη» της Τόνι Μόρισον, αλλά και στο επίσης πολυφωνικό «Καθώς ψυχορραγώ» του μέγιστου Φόκνερ, το βιβλίο της Τζέσμιν Γουόρντ δίνει υπόσταση και χαρακτήρα στα στατιστικά θύματα της φτώχειας, της κοινωνικής βίας, της νεανικής εγκληματικότητας και της χρήσης ουσιών.
Αυτή είναι μια Αμερική που έχει ξεχαστεί – ή πρέπει να ξεχαστεί -, σύμφωνα με το σύγχρονο αφήγημα του τραμπισμού. Κι όμως, ο ρατσισμός υφέρπει ακόμη και σε έναν κόσμο διαφυλετικής συμβίωσης: ο πατέρας του Μάικλ αποκαλεί τη Λιόνι «μαύρη βρώμα». Αν το μυθιστόρημα, που έχει διακριθεί με το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου το 2017, υποδεικνύει κάτι εντονότερα, είναι ότι οι συνθήκες διαβίωσης των «μη προνομιούχων» έχουν αλλάξει μόνο επιφανειακά. Και μόνο ως πολιτικοποιημένο αφήγημα.
Το φάντασμα του Ρίτσι, που είναι ο τρίτος αφηγητής του βιβλίου, θυμίζει την ιστορία του σωφρονιστικού καταστήματος Πάρτσμαν, που το 1901 ιδρύθηκε ως αγροτική φυλακή – όχι και τόσο μακρινός απόηχος της δουλείας: «Προσγειώθηκα σ’ ένα χωράφι με ατελείωτες αράδες μπαμπάκι. Κατά μήκος τους είδα άντρες σκυφτούς να τρέχουν σαν πάγουροι, να σκύβουν και να μαζεύουν. Είδα άλλους άντρες να βαδίζουν γύρω τους οπλισμένοι κάνοντας κύκλους… Εδώ με έβαζαν να δουλεύω. Εδώ με μαστίγωσαν…». Η φυλακή Πάρτσμαν είναι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον αυτού του αφηγήματος, για το οποίο η συγγραφέας επιφυλάσσει αρκετές στιγμές βραδυφλεγούς λυρισμού, απ’ τις καλύτερες του είδους. Οπως όταν ο Τζότζο ακολουθεί τον παππού του, που μόλις έχει σφάξει και γδάρει μια κατσίκα, σε ένα ιδιότυπο «τελετουργικό ενηλικίωσης»: «… Κι εγώ ακολουθώ τα ίχνη από αίμα που αφήνουν στο χώμα τα τρυφερά όργανα στα χέρια του Πατερούλη, τα ίχνη που σημαίνουν αγάπη τόσο ξεκάθαρα όσο και τα ψίχουλα που σκόρπισε ο Χάνσελ στο δάσος».
Χωρίς να είναι πολιτικό, το μυθιστόρημα της Γουόρντ ανήκει σε μια κατεξοχήν πολιτική εποχή.
Τραγούδα, άταφο πουλί
Μτφ. Ιωάννα Ηλιάδη
Εκδ. Παπαδόπουλος,
2018, σελ. 303
Τιμή: 17 ευρώ
Τζέιντι Βανς
Τα «λευκά σκουπίδια»
Ο Τζέιντι Βανς, συγγραφέας και αφηγητής του βιβλίου, μεγάλωσε στο Μίντλταουν του Οχάιο και στο Τζάκσον του Κεντάκι. Στην αμερικανική επικράτεια, δηλαδή, όπου οι πολιτισμικές ελίτ δεν έχουν καμία θέση, η Βίβλος είναι η απόλυτη αναφορά και η ροκ μουσική θεωρείται σατανιστική. Μεγάλωσε εκεί όπου οι χιλμπίληδες, οι «απόκληροι», τα «λευκά σκουπίδια», ανατρέφονται με δόσεις μνησικακίας για την κοινωνική ανέλιξη των άλλων και για τα επιδόματα που άλλοι τους κλέβουν απ’ τα χέρια. «Μερικές εικόνες σού σπάραζαν την καρδιά και την ίδια στιγμή ήταν τρομερά κοινότοπες» περιγράφει ο ίδιος για τη φτώχεια των Απαλαχίων, όπου μεγάλωσε. «Μισοδιαλυμένες παράγκες που τα ξύλα τους σάπιζαν, κοπρόσκυλα που ικέτευαν για λίγο φαΐ, παλιά έπιπλα πεταμένα στις αλάνες».
«Το τραγούδι του χιλμπίλη» τραγουδιέται από ανθρώπους που επιβιώνουν κακήν κακώς – ή δεν επιβιώνουν λόγω της χρόνιας τοξικομανίας, της εγκληματικότητας, της ανυπόφορης φτώχειας. Σε όλες τις έρευνες ο δείκτης απαισιοδοξίας της λευκής εργατικής τάξης είναι ο χαμηλότερος, ακόμη και σε σχέση με τους μαύρους ή τους ισπανόφωνους. Την περίοδο που γραφόταν το βιβλίο (2015-2016) οι χιλμπίληδες αισθάνονταν καχυποψία για τις πολιτικές του Ομπάμα, απαξίωναν την πολιτική, διαδήλωναν την απομόνωσή τους, έτρεφαν τον ανορθολογισμό και θεωρούσαν τα ΜΜΕ – τον «θεματοφύλακα της αμερικανικής ελευθερίας», όπως σημειώνει ο Βανς – αναξιόπιστα. Κατά κάποιον τρόπο, λοιπόν, είναι οι άνθρωποι που ευνόησαν την άνοδο του Τραμπ στην εξουσία.
Κι όμως, μέσα σ’ αυτό το σύμπαν ο αφηγητής καταφέρνει να γίνει «ξένος». Επειδή διατηρεί ίχνη αισιοδοξίας σε όλη τη διαδρομή προς την ενηλικίωση. Ακόμη και όταν βλέπει το περιπολικό να παίρνει τη μητέρα του, ακόμη και όταν καταφεύγει στους πεζοναύτες για να βρει μια διέξοδο, ακόμη και όταν αλλάζει σπίτια, πατεράδες και πατριούς σχεδόν κάθε χρόνο. Η γιαγιά του Μέμο, ο παππούς Πάπο, η ετεροθαλής αδερφή Λίνζι είναι τα αντίβαρα σε έναν κόσμο που απειλεί να τον ρουφήξει σαν κινούμενη άμμος. Η αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο Οχάιο Στέιτ και τη Νομική Σχολή του Γέιλ, όπως και ο γάμος του με την Ούσα, δεν είναι απλώς η «λυρική» κατακλείδα σε ένα προσωπικό μανιφέστο. Είναι ο ήχος της ανακούφισης ύστερα από τις κραυγές και τους ψιθύρους μιας παραγνωρισμένης κοινωνικής τάξης. Δεν υπάρχει μόνο στις ΗΠΑ. Δεν τους λένε μόνο χιλμπίληδες. Δεν ευθύνονται οι ίδιοι για όσα καταμαρτυρούν στους άλλους. Αλλά δεν μπορούν να μείνουν χωρίς απαντήσεις.
Το τραγούδι του χιλμπίλη
Μτφ. Αριστείδης Μαλλιαρός
Εκδ. Δώμα, 2018, σελ. 360
Τιμή: 16 ευρώ