Το 1990, μόλις είχε ορκιστεί πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πατέρας του σημερινού αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας, έδινε συνέντευξη σε έναν διάσημο δημοσιογράφο της εποχής. Ο μεγάλος αυτός πολιτικός είχε καταλάβει ότι από τη στιγμή που είχε την πλειοψηφία της Βουλής είχε την υποχρέωση να είναι μετριοπαθής και ανοιχτός απέναντι στους αντιπάλους του και στις προτάσεις τους. Τον ρώτησε κάποια στιγμή ο δημοσιογράφος: «Αν δεν είχατε την ψήφο του Κατσίκη δεν θα ήσασταν σήμερα πρωθυπουργός. Θα πηγαίναμε για τέταρτες εκλογές ή θα συγκροτούσατε μια κυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ;». Απάντησε ο Μητσοτάκης: «Αυτό εξαρτάται κυρίως από τη θέση που θα έπαιρναν οι αντίπαλοί μου. Εγώ θεωρώ και θεωρούσα πάντα ότι με το ΠΑΣΟΚ μπορούμε να έχουμε πολλά θέματα κοινής πολιτικής». Συνέχισε ο δημοσιογράφος: «Θα μπορούσατε να έχετε δηλαδή υπουργούς του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνησή σας;» και απάντησε ο Μητσοτάκης: «Γιατί όχι; Μπορώ να σας αναφέρω δύο σε κρίσιμα υπουργεία που θα μου προσέφεραν μεγάλη υπηρεσία αν δέχονταν να είναι σε μια κυβέρνηση δική μου. Τον υπουργό Οικονομικών Αλέκο Παπαδόπουλο και τον υπουργό αναπληρωτή Εξωτερικών Θεόδωρο Πάγκαλο».
Λίγοι, ακόμα και στο κόμμα του, κατάλαβαν την πραγματική ουσία της πρωτοφανούς αυτής άποψης για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Λίγοι ακόμα και στο κόμμα του κατανόησαν πως ο μεγάλος αυτός πολιτικός εννοούσε ότι στα δύο αυτά υπουργεία ασκείτο πολιτική που ήταν ταυτισμένη με τα εθνικά συμφέροντα. Ο Αλέκος Παπαδόπουλος πάλευε εκείνη την εποχή για να περιορίσει την κρατική σπατάλη και από την άλλη μεριά να αυξήσει τη φορολογική βάση, δηλαδή να μειώσει τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή. Εγώ είχα παγώσει, με την έγκριση του Ανδρέα Παπανδρέου, τη σχέση σύνδεσης της τότε ΕΟΚ με την Τουρκία, έχοντας ως στόχο την είσοδο της Κύπρου στον χώρο της ευρωπαϊκής ενοποίησης πριν λυθεί το πολιτικό πρόβλημα, που είχε δημιουργηθεί από την τουρκική εισβολή και κατοχή στο 1/3 της έκτασης του νησιού. Λίγοι τον εκτίμησαν ως ηγέτη της παράταξής τους ακόμη και αν ήταν ο μόνος μετά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που τους έφερνε στην εξουσία.
Θέλω να συνεχίσω την υπόθεσή μου για τα αποτελέσματα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Αν η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει μικρότερη εκλογική επιρροή από το 40%, θα χρειαστεί να συμμαχήσει με τρίτο κόμμα σε ένα ελάχιστο κοινό πρόγραμμα περιορισμένης χρονικής διάρκειας. Θα είναι καλό για τα συμφέροντα της χώρας και του λαού, όχι όμως το καλύτερο.
Το καλύτερο θα ήταν να αποκτήσει αυτοδυναμία η Νέα Δημοκρατία και να κάνει ο νέος πρωθυπουργός άνοιγμα προς την κοινωνία και κυρίως πολιτικά προς το Κέντρο. Εκεί που βρίσκεται ο μεγαλύτερος αριθμός ψήφων και η πολιτική αδράνεια που στηρίζεται στην κοινωνική σύνθεση της χώρας μας.
Η Νέα Δημοκρατία επέδειξε ωριμότητα και σοφία εκλέγοντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Κάτι ανάλογο με το αποτέλεσμα των δύο ψηφοφοριών – η πρώτη στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, η δεύτερη στο συνέδριο – που έκαναν τον Κώστα Σημίτη αρχικά πρωθυπουργό και στη συνέχεια πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. Θα έχει άραγε η ηγεσία της ΝΔ τη δυνατότητα να επιλέξει πλειοψηφικά την πολιτική διεύρυνση επιστρατεύοντας γενναιόδωρα όλες τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας; Θα το δούμε αυτό. Ακόμα και αν κοινοβουλευτικά υπάρχει για ένα μόνο κόμμα η περιζήτητη απόλυτη πλειοψηφία, που εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα μιας κυβέρνησης αλλά δεν εγγυάται την εφαρμογή μιας πολιτικής και τις συνέπειες για το μέλλον.