Στις υπώρειες του άλυτου μεταναστευτικού, προσφυγικού προβλήματος, ακροδεξιοί στοχοποιούν μετανάστες, συμπαραστάτες και ιδεολογικούς αντιπάλους. Υπάρχουν ΜΚΟ αλλά και συμφέροντα που αγκιστρώνονται οικονομικά στο μεταναστευτικό φαινόμενο, που τροφοδοτούνται, ως οντότητες, από τη διεύρυνσή του. Που δεν είναι λύτες αλλά συμπράττοντες. Υπάρχουν αυτοί που στήνουν πολιτική καριέρα στον πολιτιστικό φόβο, στην ανασφάλεια. Αυτοί που διακηρύσσουν την πιο απάτριδα εκδοχή της πατρίδας, μια ανασφαλή, εκλεκτικίστικα κατασκευασμένη, εσωστρεφή επικράτεια. Μια επικράτεια δικής τους επινόησης, περίφρακτη και ειδική που χωράει μόνο τους ίδιους. Οι «άλλοι» είναι προδότες, ξενόδουλοι. Υπάρχουν αυτοί που στοχοποιούν δημοσιογράφους, δημοκρατικούς πολίτες, πολιτικές δυνάμεις (και κάποιοι απατεώνες που τους γλείφουν, προσπαθώντας ν’ ανέβουν στο κύμα μιας ποταπής πολιτικής καριέρας).
Το θέμα είναι σε ποιο υπόστρωμα θεμελιώνεται μια τέτοια παραπολιτική φρεναπάτη, σε ποιο κλίμα αναπτύσσονται όλοι αυτοί, ποια υγρασία τούς τροφοδοτεί.
Γιατί το ανησυχητικό δεν είναι οι «άκρες» που νιώθεις ότι έχουν στους μηχανισμούς πολιτικής παραγωγής, αλλά ότι ένα σοβαρό τμήμα του μέσου πολίτη, υπόγεια ή υποσυνείδητα, συγκατανεύει στην ακρότητα.
Στην οικονομία, ανεξαρτήτως της δαιμονολογικής αφήγησης της Νέας Δημοκρατίας, υπάρχει μια μικρή στροφή – το βλέπει κανείς σε σημάδια ανάκαμψης π.χ. την πληρότητα ξενοδοχείων, τη μεγάλη άνοδο των εξαγωγών, μια κάμψη της ανεργίας κ.ά. Αλλά στο ζήτημα του πολιτισμικού τρόμου, στο αίσθημα μιας αόριστης, σχεδόν μεταφυσικής, γενικής απειλής, στο θέμα δηλαδή της απορρύθμισης της αυτοεικόνας, βλέπει κανείς κάτι άλλο από τη μικρή ελπίδα για το αύριο. Δεν είναι σαφές το «πρόσωπο», το ιδεολογικό και αξιολογικό σύστημα που στοιχειοθετούν οι ακραίοι, μέσα από την «προδοτικολογία». Πιθανόν και σ’ έναν βαθμό καταναλώνουν και την ευρωπαϊκή ειδησεογραφία τύπου Ορμπαν (γιατί πάντα στον τόπο μας χρειαζόταν μια εξωαναφορά για να πραχθούν και να χτιστούν τα πολιτικά ήθη). Ομως το ευερέθιστο και ευρύτερο των ομάδων κρούσης κοινωνικό θυμικό, πέραν της ανασφάλειας, πέραν της οικονομικής συμπίεσης, δηλώνει και την ανάγκη κατασκευής ενός ηγεμονικού άλλοθι. Μια εξεικόνιση της αιτίας που συνήθως καταλήγει σ’ έναν αντιευρωπαϊκό, σχιζοφρενικό μετεωρισμό: «Μισώ την Ευρώπη, αλλά φοβάμαι εκτός της Ευρώπης». Η «Ευρώπη» νοείται ως αναγκαστική ετερότητα, δηλαδή χάνεται το βασικό χαρακτηριστικό του αρχικού εθνικού, ευρωπαϊκού διαβήματος, η εθελοντική και ενσυνείδητη ενότητα, η συναρθρωτική λειτουργία. Κατά κάποιον τρόπο συντελείται ένα είδος Grexit, μια μορφή απένταξης στην ίδια τη ρίζα του αισθήματος του λαού (ενός μέρους του τουλάχιστον).
Η δυσκολία ελέγχου του φαινομένου (όχι των ακροδεξιών εξάρσεων, αλλά του υπόγειου ρεύματος που σοβεί, που υποφώσκει) δεν είναι αστυνομικής κατεύθυνσης, αλλά πολιτισμικής. Η τρέχουσα πολιτική περιγραφή του, μέσα από τις συμβάσεις και τις μανιχαϊστικές απλουστεύσεις της, δεν ερμηνεύει.
Για τις ταραγμένες ψυχές πρέπει να κερδηθεί ένας συμβολικός «πόλεμος». Πρέπει να συμβεί κάτι που θα λύσει το σύμπλεγμα ιστορικής αποτυχίας, το οποίο φαίνεται να βασανίζει μεγάλες λαϊκές μάζες. Η αλλότητα που επινοούν (ένας προδότης, ένας «λάθρο», ένας ανθέλληνας κ.λπ.) είναι το απλό (και αποκρουστικό) σχήμα που φαντασιακά «ανατρέπει» το βίωμα της προσωπικής τους «συνθήκης των Βερσαλλιών».
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου