Σε επετείους κακών γεγονότων, κυριαρχούν δύο ερωτήματα: Πρώτον, γιατί δεν είχαμε μπορέσει να τα προβλέψουμε ώστε να τα αποφύγουμε ή να τα περιορίσουμε, και, δεύτερον, αν έχουμε κάτι διδαχθεί ώστε να μην επαναληφθούν παρόμοια. Η απάντηση στο πρώτο είναι πως η κρίση του 2008 ήταν απόλυτα προβλέψιμη. Ηδη από το 2006 πολλοί στην Αμερική και την Ευρώπη έβλεπαν τον κίνδυνο από τις εκρηκτικές ανισορροπίες που προκαλούσε η ξέφρενη κυκλοφορία κεφαλαίων στο διεθνές σύστημα. Χώρες με μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα – όπως η Κίνα και τα αραβικά κράτη – δεν μπορούσαν να διοχετεύσουν τα κέρδη τους σε εσωτερική κατανάλωση και δάνειζαν όσες χώρες είχαν μεγάλα εξωτερικά ελλείμματα – όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία και ο ευρωπαϊκός Νότος.
Με τη σειρά τους, οι τράπεζες των χωρών αυτών τα «ξεφόρτωναν», δανείζοντας με εξίσου μανιώδεις ρυθμούς επιχειρήσεις και νοικοκυριά, χωρίς κριτήρια φερεγγυότητας και σωφροσύνης. Αντί για επενδύσεις, τα εύκολα δανεικά πήγαιναν κυρίως σε κατανάλωση, το εμπορικό έλλειμμα μεγάλωνε και οδηγούσε έτσι σε έναν νέο κύκλο δανεισμού και ανισορροπίας μέχρι που έσκασε. Παρά τις έγκαιρες προειδοποιήσεις όμως τίποτα δεν γινόταν, γιατί το κόστος αντιμετώπισης θα βάρυνε ασύμμετρα όσες χώρες το έκαναν πρώτες. Αν για παράδειγμα, το 2007 το Λονδίνο έβαζε φραγμούς στην κίνηση κεφαλαίων, οι εντολές απλώς θα πήγαιναν μέσω άλλων χωρών και το Σίτι θα ζημιωνόταν. Αρα κάθε κυβέρνηση χωριστά δεν είχε εξαρχής κίνητρα να το κάνει και επειδή το ίδιο αισθάνονταν και οι άλλες, έμειναν όλες αδρανείς.
Το ίδιο μοντέλο στρατηγικής αδράνειας επικρατούσε στο εσωτερικό κάθε χώρας, και η δική μας έγινε γρήγορα το πιο διάσημο παράδειγμα. Ας θυμηθούμε ότι το 2007 είχαν γίνει πρόωρες εκλογές γιατί δεν έβγαινε ο προϋπολογισμός, αμέσως μετά όμως αντί να ληφθούν μέτρα, τα ελλείμματα αφέθηκαν να μεγαλώσουν περισσότερο. Ακόμα και μετά που κατέρρευσε η Lehman Brothers το 2008, η Ελλάδα επί ένα και πλέον έτος αρνιόταν πεισματικά να συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο και να ετοιμάσει κάποιες άμυνες. Η μεν κυβέρνηση διακήρυττε ότι η οικονομία «είναι θωρακισμένη» και έψαχνε τρόπους να συνεχίσει αμέριμνη, η ανυπόμονη αντιπολίτευση φαντασιωνόταν ότι «λεφτά υπάρχουν», ενώ οι ποικίλες αριστερές δυνάμεις κατήγγελλαν και τις δύο ότι δεν σκορπάνε αρκετά.
Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι κάπως πιο αισιόδοξη, γιατί μετά το 2008 έχουν υπάρξει μια σειρά από διορθώσεις και ρυθμίσεις στο διεθνές σύστημα που κάνουν την απειλή μιας νέας Lehman Brothers λιγότερο πιθανή, αλλά και τις επιπτώσεις μιας κατάρρευσης λιγότερο ανεξέλεγκτες. Για παράδειγμα, και μόνο η ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να εφαρμοστεί σήμερα, φτάνει να τροφοδοτήσει με επαρκή ρευστότητα τις εθνικές οικονομίες και να αποτρέψει κρίσεις δανεισμού στις χώρες της περιφέρειας. Κρίσεις στο διεθνές σύστημα βέβαια θα ενσκήψουν και πάλι, με άλλη όμως μορφή και αφορμή. Η μόνη άμυνα που μπορεί κανείς να αντιτάξει σε καινοφανείς κλυδωνισμούς είναι ο διεθνής συντονισμός, ώστε να αυξηθεί η δύναμη παρέμβασης. Ομως παρά την πρόοδο που σημειώθηκε τα προηγούμενα χρόνια στην ομάδα G20 με τις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες, τα ρήγματα που επήλθαν με τον Τραμπ, το Brexit, την Τουρκία και πρόσφατα την Αργεντινή έχουν ήδη υποσκάψει τη διεθνή συνοχή και διάθεση κοινής δράσης.
Αυτό θα έπρεπε να είχε κάνει την Ελλάδα ακόμα πιο προνοητική στο ενδεχόμενο νέας αναταραχής και να την είχε ωθήσει σε πρωτοβουλίες που ενισχύουν την ανάπτυξη αλλά αποτρέπουν την επανεμφάνιση των δίδυμων ελλειμμάτων. Για παράδειγμα, η αναθεώρηση του Συντάγματος θα έπρεπε να θέσει κανόνες που απαγορεύουν την επιβάρυνση δημοσιονομικού ελλείμματος και χρέους σε ομαλές συνθήκες, ιδιαίτερα μάλιστα την εκτόξευση δαπανών και προσλήψεων πριν τις εκλογές. Το ΠΔΕ να χρηματοδοτεί αποκλειστικά παραγωγικές υποδομές και όχι να περικόπτεται για να δημιουργείται ένα εικονικό υπερπλεόνασμα, που νομιμοποιεί τις πελατειακές παροχές. Το ΕΣΠΑ να ενισχύει μόνο τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, ώστε να συγκρατηθεί το εξωτερικό έλλειμμα που ήδη άρχισε να διευρύνεται ξανά.
Ομως οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας φαίνεται να είναι απρόθυμες να δεχθούν τέτοιους κανόνες και προτιμούν να διατηρούν βαθμούς ελευθερίας στην χρηματοδότηση των πελατειακών σχέσεων. Με τη σειρά τους, οι πιστωτές δεν έχουν εμπιστοσύνη για την αποπληρωμή των δανείων τους και έχουν επιβάλει το άλλο άκρο με υπέρογκα πρωτογενή πλεονάσματα, υψηλούς φόρους και εισφορές. Αντί όμως αυτό να προφυλάξει την ελληνική οικονομία από διαταραχές, θα την κάνει πιο ευάλωτη όταν ξεσπάσουν στο μέλλον γιατί τότε δεν θα έχουν μείνει άλλα περιθώρια εξοικονόμησης και φειδούς. Ετσι λοιπόν αντί για μαθήματα και διδάγματα, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα παράδοξο συμπέρασμα: Ούτε η Ελλάδα φαίνεται να έχει κατανοήσει τις αιτίες της κρίσης για να αποτρέψει την επανάληψη μιας παρόμοιας, ούτε οι πιστωτές της έχουν μετανοήσει για τις συνέπειες των προγραμμάτων διάσωσης ώστε να μην τις διαιωνίζουν. Δεν το λες και αισιόδοξο μήνυμα για τη δέκατη επέτειο!
Ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών