Στις φαβέλες της ελληνικής επικράτειας που έχτισαν τσίγκο τσίγκο οι μικρασιάτες πρόσφυγες τον περασμένο αιώνα άκουγες και έβλεπες τα πάντα.

Την κυρα-Μαριγώ να βρίζει τον άνδρα της, την κυρα-Βασιλική να μαλώνει με την κόρη της, τον κυρ Γιάννη να προσπαθεί να βατέψει τη γραία του που του φώναζε «μα καλά, δεν ντρέπεσαι στην ηλικία σου;», την καλλίπυγο Γεωργία που απολάμβανε τον έρωτά της σε σκοτεινές γωνιές.

Μύριζες και τα πάντα. Το λαδερό που έψηνε η γειτόνισσα, το σπάνιο εκείνες τις εποχές κρέας που έβαζε στον φούρνο η Σταματίνα, αλλά και την μπόχα από τις εξωτερικές τουαλέτες.

Οι λούμπεν μιας χώρας που τους πρόδωσε και στη συνέχεια τους εγκατέλειψε στην εξαθλιωμένη μοίρα τους γνώριζαν με κάθε λεπτομέρεια τις ζωές των γειτόνων τους. Από τις αρρώστιες τους μέχρι τα πάντοτε κακά οικονομικά τους. Τις μπουγάδες τους και τα πολιτικά τους φρονήματα. Τους κλέφτες και τους τίμιους. Τους δουλευταράδες και τους τεμπέληδες. Τις παστρικιές, όπως έλεγαν τις κοπέλες που πουλούσαν τη φρεσκάδα των νιάτων τους για να ζήσουν τις οικογένειές τους. Δεν μπορούσαν να κρύψουν τίποτε, αλλά πίστευαν πως έκρυβαν τα πάντα.

Οταν λοιπόν ξεσπούσαν καβγάδες γκρεμιζόταν η φρεναπάτη τους και η γειτονιά άκουγε μεγαλοφώνως αυτά που ήδη γνώριζε.

Τις «κατινιές» πασπαλισμένες με κόκκους τούρκικων και ελληνικών ύβρεων. Ηταν οι στιγμές που μάθαινες και ξένες γλώσσες.

Και μετά νεκρική σιγή. Κλειδαμπαρώνονταν στα σπίτια τους, όσο μπορεί να κλειδαμπαρωθεί μια τσίγκινη τρώγλη, και αναθεμάτιζαν τη μοίρα που τους έριξε σ’ αυτόν τον βρωμότοπο.

Οι σημερινοί καβγάδες της δημόσιας ζωής δεν απέχουν πολύ από τους καβγάδες των Προσφυγικών. Γιατί είναι μικρός ο τόπος και όλοι γνωριζόμαστε. Μπορεί να μη μυρίζουμε το φαγητό του γείτονα, να μη βλέπουμε τον κυρ Γιάννη να προσπαθεί να βατέψει την κυρά του, όμως ξέρουμε ποια κατουρημένη ποδιά φίλησαν αυτοί που σήμερα κουνούν με περίσσιο θράσος το δάκτυλο. Ας αποφεύγουν λοιπόν τους καβγάδες για να μη χρειαστεί να κλειδαμπαρωθούν πίσω από τις νεόπλουτες πόρτες τους.