Μπορεί ένας υγιής πατριωτισμός να αντιρροπήσει, σε κάποιον τουλάχιστον βαθμό, την επιστροφή των μισαλλόδοξων εθνικισμών; Μπορεί η αγάπη και η αφοσίωση στην πατρίδα να υπάρχει χωρίς να σημαίνει ότι τη θεωρείς «ανώτερη από τις άλλες», ούτε να υποτιμάς τους άλλους, όπως κάνει ο ξενοφοβικός εθνικισμός; Ναι, απαντά εμμέσως το Ευρωκοινοβούλιο στον Ορμπαν. Αυτή τη διάκριση υπογράμμισε και ο Γιούνκερ ζητώντας «να απορρίψουμε τον υπερβολικό εθνικισμό και να πούμε “ναι” στον πεφωτισμένο πατριωτισμό που έχει και την εθνική και την ευρωπαϊκή διάσταση». Την ίδια ανησυχία εκφράζει και η αναζήτηση ενός νέου πατριωτισμού που έχει ανάγκη η Ελλάδα – και ο Ελληνισμός – στην προσπάθεια να ανασυγκροτηθεί μετά τη χρεοκοπία.
Ο πατριωτισμός συνενώνει πάντα και αξεδιάλυτα μια εθνική και μια υπερεθνική διάσταση. Συνιστά μια αντίληψη ή μια πίστη για τη σχέση της πατρίδας με τον κόσμο, και τον στενότερο γεωπολιτικό περίγυρο ειδικότερα. Για αυτό αλλάζει περιεχόμενο με την αλλαγή των ιστορικών συνθηκών, την εξέλιξη των ιδεών και των αξιών, την πολιτική συγκυρία, τους διεθνείς συσχετισμούς. Αν σήμερα συζητάμε για την ανάγκη ενός νέου πατριωτισμού, είναι γιατί κάτι έχει αλλάξει. Ή, μάλλον, έχουν αλλάξει σχεδόν όλα.
Κατ’ αρχάς, η διεθνής σκηνή. Ζούμε τους κλυδωνισμούς που προκαλούν οι αντιφάσεις της παγκοσμιοποίησης, τον οξυνόμενο ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, τη μεταφορά ισχύος από τη Δύση στην Ανατολή, το σχίσμα της Δύσης με τη σαφή στρατηγική της αμερικανικής Δεξιάς να διαλύσει την ΕΕ, την εμφάνιση του νέου αυταρχισμού με τον πολλαπλασιασμό των καθεστώτων «ισχυρών ηγετών» ή δήθεν «ισχυρών ηγετών». Και αυτό που μας ενδιαφέρει κυρίως: την ενίσχυση των εθνικισμών. Σε μια εποχή πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής ανασφάλειας, το έθνος – κράτος δημιουργεί την ψευδαίσθηση ή την αυταπάτη ότι μπορεί να ξαναποτελέσει ένα σχετικά αυτόνομο εργαλείο πολιτικής. Και είναι προφανές ότι ο χώρος που αθροίζονται όλες αυτές οι εντάσεις είναι η Ευρώπη και η ΕΕ.
Αν αυτά συμβαίνουν διεθνώς, στη χώρα μας έχουν σημειωθεί επίσης δραματικές αλλαγές. Και δεν εννοώ μόνο τη χρεοκοπία. Εχει μεσολαβήσει ένας νέος διχασμός, μια κάθετη πόλωση, μια νέα αβεβαιότητα για τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού. Η υποβάθμιση της Δημοκρατίας δεν επηρέασε μόνο τους θεσμούς αλλά ναρκοθέτησε και το μεταπολιτευτικό κεκτημένο που ήθελε τα κόμματα να είναι απλώς αντίπαλοι και όχι εχθροί. Επανεμφανίστηκαν ρητορικές μιας νέας εθνικοφροσύνης που αμφισβητούσε ευθέως τον πατριωτισμό των αντιπάλων και τους κατήγγελλε σαν αποσυνάγωγους του έθνους. Η ευθύνη αυτής της υποτροπής ανήκε μονομερώς και εξ ολοκλήρου στα κόμματα του αντιμνημονιακού μετώπου – ΣΥΡΙΖΑ, Χρυσή Αυγή, ΑΝΕΛ. Και επειδή όταν βγουν τα δαιμόνια είναι δύσκολο να τα μαζέψεις, σήμερα ακροδεξιές ομάδες με ύποπτες, όπως αποδείχτηκε, διεθνείς διασυνδέσεις, εκμεταλλεύονται το «μακεδονικό» για να δημιουργήσουν τον δικό τους αυτόνομο πολιτικό χώρο καταγγέλλοντας τούς «αλήτες, προδότες πολιτικούς». Οπως η πάνω και η κάτω πλατεία έκαναν από κοινού επί των αλήστου μνήμης «αγανακτισμένων».
Εναντι αυτών των νέων διεθνών τάσεων, έναντι αυτής της εσωτερικής οπισθοδρόμησης, ανακύπτει σήμερα το ζήτημα ενός νέου πατριωτισμού. Το αξιακό του περιεχόμενο είναι κατά τούτο σαφές. Στην εποχή των νέων αυταρχισμών, του Τραμπ, της Λεπέν, του Ορμπαν και του Σαλβίνι, ο νέος πατριωτισμός, αν θέλει να αντιρροπεί την επιστροφή των μισαλλόδοξων εθνικισμών, θα πρέπει να είναι δημοκρατικός, ανοιχτός, ανεκτικός αλλά και λαϊκός. Θα στοχεύει στη δημοκρατική διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης και στη διάσωση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, στόχοι που απαιτούν την εκ νέου απόδοση του πρωτείου της πολιτικής έναντι της οικονομίας.
Αν αυτά αναφέρονται στον διεθνή χώρο, στην Ελλάδα το ζήτημα τίθεται με ιδιαίτερους όρους. Ο νέος πατριωτισμός, μετά την οικονομική και ηθική χρεοκοπία, συνοψίζεται στην ανάκτηση της εθνικής αξιοπρέπειας. Στην αποτίναξη του διεθνούς στίγματος ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα – παρίας, ανίκανη να σταθεί στα πόδια της χωρίς την επίβλεψη των ξένων. Ο απαξιωτικός τρόπος που αντιμετωπίστηκε ο Τσίπρας στο Ευρωκοινοβούλιο δείχνει ότι η τάση ενός μέρους της Αριστεράς να επιζητεί τη διεθνή λύπηση γιατί «η Ελλάδα έγινε πειραματόζωο» έχει φάει τα ψωμιά της. Η παλαιά συμπόνια και ο ξεθυμασμένος αντικαπιταλισμός έχουν μετατραπεί σε διακριτική ή απερίφραστη περιφρόνηση. Πατριωτισμός λοιπόν σημαίνει συλλογική υποχρέωση να ανασυγκροτήσουμε τη χώρα. Δεν είναι ένα ζήτημα οικονομικής στρατηγικής. Χρειάζεται μια συλλογική επιθυμία, ένα πάθος, μια κοινή βούληση. Το έχει δείξει η εμπειρία των χωρών που σε κάποια στιγμή της ζωής τους, ύστερα από καταστροφές συνήθως, πέτυχαν μια αλματώδη οικονομική ανάπτυξη. Σε όλες τις περιπτώσεις συνδυάστηκε η ατομική προσπάθεια με μια συλλογική «επιθυμία ανάπτυξης» ενισχυμένη από το πατριωτικό συναίσθημα ή μια εκδοχή εθνικισμού. Δεν αποκλείεται, και θα ήταν ευχής έργον, να συμβεί και στη χώρα μας στα επόμενα χρόνια. Παράλληλα δηλαδή με την κεντρική πολιτική κατεύθυνση, να αναδυθεί «από τα κάτω» ένα υγιές ρεύμα αλλαγής, μια γενική επιθυμία να ανασυντάξουμε τις ζωές μας, τις οικονομίες μας, τους θεσμούς μας, τους κανόνες πολιτισμένης κοινωνικής συμβίωσης. Θα θυμίζει ίσως τη μεταπολεμική Ελλάδα, όταν το άγριο ένστικτο επιβίωσης των γονιών και των παππούδων μας έγινε ακατάβλητη επιθυμία να φτιάξουν ξανά τη ζωή τους. Σε αυτή την περίπτωση, ο νέος πατριωτισμός θα είναι εκεί για να ενισχύει τη συλλογικότητα της προσπάθειας, την ενσωμάτωση των ατομικών στρατηγικών σε κοινούς προσανατολισμούς, την εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς.
Το ουσιαστικό ερώτημα βεβαίως είναι ποιες πολιτικές κουλτούρες μπορούν να καλλιεργήσουν επιτυχέστερα τον νέο πατριωτισμό της εθνικής αξιοπρέπειας και της εθνικής ανασυγκρότησης. Ασφαλώς όχι η παραδοσιακή ελληνοκεντρική κουλτούρα που τροφοδοτεί έναν γνώριμο στην Ιστορία μας αμυντικό εθνικισμό, την εμμονή σε μια στείρα, παγιωμένη και παγωμένη εθνική ταυτότητα που αποθεώνει την ομοιογένεια και καταπιέζει τη διαφορά. Ούτε όμως μια ατομιστική δικαιωματική κουλτούρα που υποτιμά τον κοινωνικό δεσμό, την υποχρέωση, το καθήκον. Η μεγαλύτερη συμβολή θα έρθει από κουλτούρες που έχουν στη βάση τους όχι την απλοποίηση αλλά την αναγνώριση και την αποδοχή της αντινομίας των κοινωνικών φαινομένων. Που προσπαθούν επομένως, με επίγνωση της δυσκολίας, να κρατούν ταυτόχρονα και τις δύο άκρες της αλυσίδας: άτομο – κοινωνία, πατρίδα – διεθνισμός, δικαίωμα – υποχρέωση, ισότητα – διαφορετικότητα. Και οι τρεις πολιτικές παρατάξεις – της Δεξιάς, του Κέντρου, της Αριστεράς – έχουν θεωρητικά, ιστορικά και αξιακά εφόδια ώστε να λογαριαστούν με αυτή τη δύσκολη άσκηση. Επίσης όμως έχουν βρεθεί να τροφοδοτούν, η καθεμία σε διαφορετικό βαθμό και χρόνο, τον ακραίο ατομισμό, τον αντικοινωνικό συντεχνιασμό και τον εσωστρεφή μισαλλόδοξο εθνικισμό.
Σε κάθε περίπτωση, η όποια συζήτηση για έναν νέο πατριωτισμό που θα ενθαρρύνει την ανασυγκρότηση, έχει μια πολιτική προϋπόθεση: την άρση των συνεπειών του (νέου) Εμφυλίου. Την κατανίκηση της σημερινής αυτιστικής πόλωσης. Δεν μιλάμε για «εθνική συνεννόηση», ομοψυχία και τέτοια. Μιλάμε κατ’ αρχάς για την αποκατάσταση μιας θεσμικής κανονικότητας που καταπατήθηκε βάναυσα τα τελευταία χρόνια. Γιατί χωρίς αυτήν, θα λείψουν τα στοιχειώδη εχέγγυα μιας πολιτισμένης και συντεταγμένης εθνικής ανασυγκρότησης, με κίνδυνο να ανοίξει ο δρόμος για άγριες μορφές, όπως εκείνες που έλαβε σε διάφορες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου