Η πρώτη φορά που συνέβη κάτι ανάλογο στον αιώνα μας ήταν με το δημοψήφισμα στη Γαλλία για το ευρωπαϊκό Σύνταγμα, τον Μάιο του 2005. Ολη η πολιτική, οικονομική και πνευματική ελίτ της Ευρώπης έπεσε πάνω στους Γάλλους για να τους πείσει ότι έπρεπε να υπερψηφίσουν ένα δυσνόητο κείμενο που είχαν διαβάσει μόνο οι συντάκτες του. Λίγο από αντίδραση, λίγο από άγνοια κι ακόμη λιγότερο από άποψη, ο γαλλικός λαός δεν υπάκουσε στα κελεύσματα της ηγεσίας του. Κάπου εκεί άρχισε η περιπέτεια, που αρκετά χρόνια αργότερα θα κατέληγε σε άλλα δύο μεγάλα σοκ: το Brexit και την εκλογή Τραμπ.
Μια ανάλογη παρέλαση δυτικών ηγετών γνωρίζουν αυτές τις ημέρες και τα Σκόπια, ενόψει του δημοψηφίσματος της 30ής Σεπτεμβρίου για την αλλαγή του ονόματος της χώρας. Και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αυτή τη φορά η πλειοψηφία των πολιτών βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος με τις ελίτ. Είναι αλήθεια ότι οι δημοσκοπήσεις έχουν πέσει πολλές φορές έξω και τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ακόμη και η στροφή του εθνικιστικού VMRO όμως, που ζήτησε ψήφο κατά συνείδηση, δείχνει ότι το παιχνίδι έχει πιθανότατα κριθεί.
Ο Ζόραν Ζάεφ φαίνεται λοιπόν να κερδίζει το στοίχημά του. Το έδειξε και η αυτοπεποίθησή του στην ομιλία που εκφώνησε προχθές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το πάνδημο χειροκρότημα που του επιφύλαξαν όρθιοι οι ευρωβουλευτές αποτελεί χωρίς αμφιβολία μια δικαίωση για έναν πολιτικό που έχει επιδείξει τόλμη, ανοιχτή σκέψη και ευρωπαϊκό προσανατολισμό.
Γιατί δεν συμβαίνει το ίδιο με τον έλληνα ομόλογό του; Γιατί δηλαδή ο Αλέξης Τσίπρας στο μεν Στρασβούργο εμφανίστηκε εριστικός, στη δε Αθήνα ιδρώνει για να χτίσει μια εύθραυστη πλειοψηφία υπέρ της συμφωνίας των Πρεσπών έχοντας εναντίον του πρώτα και κύρια τον κυβερνητικό του εταίρο; Η μία απάντηση έχει να κάνει με τον ίδιο. Κυνικός, λαϊκιστής και ανειλικρινής όπως είναι, ενέταξε αυτό το τόσο σοβαρό εθνικό θέμα στα μικροκομματικά του παιχνίδια και δεν επιδίωξε ποτέ έναν ειλικρινή διάλογο με την αντιπολίτευση. Αν το έκανε, πιθανότατα θα προσέκρουε σε τοίχο. Αλλά τότε θα είχε κάθε δικαίωμα να την καταγγείλει για υποκρισία.
Η δεύτερη απάντηση έχει να κάνει με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο κόμμα του και με την αγωνία της Φώφης Γεννηματά να κατακτήσει μια αυτόνομη θέση στην πολιτική σκακιέρα. Με άλλα λόγια, η άρνηση των δύο ηγετών να δεχθούν τη συμφωνία των Πρεσπών δεν οφείλεται στα όποια μειονεκτήματά της, αλλά σε πολιτικούς ή μάλλον κομματικούς λόγους.
Ο Αλέξης Τσίπρας ορθώς δεν κάνει δημοψήφισμα για τη συμφωνία. Οχι επειδή φοβάται ότι θα το χάσει, αλλά επειδή μια κυβέρνηση εκλέγεται ακριβώς για να λαμβάνει σοβαρές αποφάσεις – τις οποίες η διάδοχη κυβέρνηση μπορεί, αν το θεωρεί σκόπιμο, να ανακαλεί. Αλλά αυτό το στοίχημα το έχει χάσει ήδη από το καλοκαίρι του 2015.