Φέτος είναι η πεντηκοστή επέτειος της Ανοιξης της Πράγας (και της καταστολής της), η εκατονταετής επέτειος του τέλους του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και η δισεκατονταετής επέτειος της γέννησης του Καρλ Μαρξ. Εν μέσω όλων αυτών των σπουδαίων επετείων πρέπει να νοιαζόμαστε για τη δέκατη επέτειο της κατάρρευσης της Lehman Brothers;
Ναι, πρέπει. Η Lehman μπορεί να μην ήταν καμιά ιδιαίτερα μεγάλη τράπεζα και το πιθανότερο είναι πως δεν ήταν καν αφερέγγυα όταν χρεοκόπησε. Εντούτοις σχεδόν γκρέμισε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και πυροδότησε την παγκόσμια οικονομική ύφεση του 2008. Η κατάρρευση της Lehman άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας. Μετά τις 15 Σεπτεμβρίου 2008 ο φόβος μιας ακόμα Lehman και η βαθύτερη οικονομική καταστροφή έβαλαν την Αμερική στον δρόμο των ευρέων μεταρρυθμίσεων.
Κατά την ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε μετά το 2010 γίνονταν συνέχεια αναφορές στη Lehman, καθώς υπήρχε φόβος ότι οι χρεοκοπίες και οι πτωχεύσεις θα οδηγούσαν σε ένα «σπιράλ θανάτων». Εκτοτε αυτή η ιστορία τρόμου έχει υποχωρήσει. Στις ΗΠΑ οι τραπεζικές μεταρρυθμίσεις ακυρώνονται. Στην Ευρωπαϊκή Ενωση τα ποσοστά του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ είναι πολύ πιο υψηλά από ό,τι ήταν το 2008.
Για τους πολιτικούς ιθύνοντες και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης πάντως η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 παρήγαγε τρία νέα αφηγήματα. Πρώτον, το βιβλίο του αμερικανού οικονομολόγου Τσαρλς Κίντλμπεργκερ «Μανίες, πανικός και κραχ» (1979) απέκτησε νέα δημοτικότητα. Δεύτερον, η χρεοκοπία της Lehman επανέφερε στο προσκήνιο το Κραχ της Γουόλ Στριτ του 1929 και τη Μεγάλη Υφεση. Οι πολιτικοί ιθύνοντες άντλησαν διδάγματα από τα μεσοπολεμικά χρόνια και κατάφεραν επιτυχώς να αποτρέψουν την επανάληψη της ιστορίας. Κατά τη Μεγάλη Υφεση η ρευστοποίηση θεωρούνταν πανάκεια. Αντίθετα, το 2008 η κρίση αντιμετωπίστηκε με την αντικατάσταση του επισφαλούς ιδιωτικού χρέους από το δημόσιο χρέος. Βέβαια μια τέτοια παρέμβαση είναι βιώσιμη μόνο όσο τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά.
Το τρίτο αφήγημα, ιδιαίτερα δημοφιλές στις χώρες που είχαν κουραστεί να παίρνουν εντολές από την Αμερική, ήταν ότι η κατάρρευση της Lehman θα οδηγούσε στο τέλος του αμερικανικού καπιταλισμού. Στην αρχή η κρίση του 2008 είχε θεωρηθεί μια αποκλειστικά αμερικανική καταστροφή, οφειλόμενη στο μείγμα ενός ανδροκρατούμενου χρηματοπιστωτικού συστήματος και της τάσης να προάγεται η ιδιοκτησία στέγης ακόμα και για εκείνους που δεν την αντέχουν οικονομικά. Σταδιακά όμως η κρίση αναγνωρίστηκε ως ένα υπερατλαντικό ζήτημα. Οι υπερμεγέθεις και εν πολλοίς ανεξέλεγκτες ευρωπαϊκές τράπεζες έπαιξαν καίριο ρόλο στη συσσώρευση ρίσκου σε όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Κανένα από τα δύο πρώτα αφηγήματα δεν είναι σωστό. Αυτή η κρίση δεν ήταν αποτέλεσμα μιας αποτυχίας της αγοράς αλλά προϊόν αδιαφανών και δυσλειτουργικών μη αγοραίων θεσμών που μπλέχτηκαν μεταξύ τους. Η κρίση εξέθεσε το πρόβλημα της πολυπλοκότητας, όχι των αγορών αυτών καθαυτών. Πιο συγκεκριμένα, ο λόγος για τον οποίο η Lehman αποτέλεσε τόσο μεγάλο πρόβλημα είναι επειδή δεν ήταν μόνο μια εταιρεία. Αποτελούνταν από 7.000 ξεχωριστές οντότητες σε πάνω από 40 χώρες και κάθε οντότητα έπρεπε να περάσει από μια περίπλοκη και δαπανηρή διαδικασία αξιολόγησης και πτώχευσης. Αυτή η αδιαφάνεια, η οποία δεν συναντάται μόνο στις ΗΠΑ, δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι ο κόσμος βρισκόταν στα πρόθυρα μιας νέας μεγάλης ύφεσης.
Κάτι τέτοιο όμως δεν ίσχυε. Η κρίση προκλήθηκε από τον βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα της λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών. Ενώ οι τράπεζες ήθελαν να ξεφορτωθούν τα τιτλοποιημένα προϊόντα πριν γίνουν επιζήμια, άλλοι συμμετέχοντες στην αγορά ήθελαν να κερδίσουν βραχυπρόθεσμα στοιχήματα, χωρίς να τους νοιάζει η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των επενδύσεών τους.  Από αυτή την άποψη η αστάθεια ήταν επιθυμητή, καθώς δημιουργούσε ευκαιρίες για κέρδος.
Μετά την κατάρρευση της Lehman τα δίδυμα αφηγήματα σχετικά με την «αποτυχία της αγοράς» και την «επόμενη Μεγάλη Υφεση» επηρέασαν σημαντικά την αντίληψη της κοινής γνώμης και πυροδότησαν το τρίτο αφήγημα, το οποίο είναι σωστό. Η οικονομική και πολιτική υπεροχή της Αμερικής έχει πράγματι υποχωρήσει.
Η παγκόσμια υπεροχή της Αμερικής οφειλόταν στην οικονομική και πολιτική της δύναμη, αλλά βασιζόταν και σε κάτι πολύ πιο θεμελιώδες: στην εμπιστοσύνη στην ικανότητα της Αμερικής να τηρεί τις υποσχέσεις της μακροπρόθεσμα. Η κρίση υπονόμευσε αυτή την εμπιστοσύνη, αν και η οικονομική και πολιτική δύναμη της Αμερικής μειώθηκε ελάχιστα. Η βαθύτερη συνέπεια ήταν πνευματική, όχι οικονομική.
Η οικονομική συμπεριφορά δεν λαμβάνει χώρα σε κενό. Η ίδια βραχυπρόθεσμη και υπερδραστήρια νοοτροπία που ευθύνεται για την κατάρρευση της Lehman αποκτούσε ρίζες εκείνη την εποχή και στην υπόλοιπη κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το iPhone βγήκε στις αγορές τον Ιούνιο του 2007, την ίδια στιγμή που τα πρώτα συμπτώματα τις κρίσης έκαναν την εμφάνισή τους.
Το smartphone προσέφερε πολλές νέες δυνατότητες. Προσέδωσε έναν νέο δυναμισμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook και το Twitter και πρόσφερε τη βάση για το Tinder και άλλες εφαρμογές που άλλαξαν την κοινωνική ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων.
Οι νέες ψηφιακές συσκευές και πλατφόρμες προάγουν τον υπερατομικισμό. Επηρεάζουν την πολιτική στάση και συμπεριφορά του ατόμου. Πλέον είναι πιο εύκολο από ποτέ να επιβάλουμε τη δική μας γνώμη, αγνοώντας τις απόψεις των άλλων. Η σημερινή πολιτική αστάθεια οφείλεται σε μεγάλο μέρος σε αυτούς τους νέους τρόπους σκέψης και επικοινωνίας. Η τεχνολογία και η οικονομία ενστερνίστηκαν το ίδιο ήθος: καταστρέψτε τη συνέχεια και δοξάστε τη διαταραχή. Η κατάρρευση της Lehman αποκάλυψε τα ψεγάδια όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και της πολιτικής και της κοινωνίας του 21ου αιώνα.
Ο Χάρολντ Τζέιμς είναι καθηγητής Ιστορίας και Διεθνών Υποθέσεων στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον