Εκείνη τη χρυσή εποχή των περιοδικών στην Ελλάδα, ένα από τα πιο συνήθη θέματα ήταν να απαντά ένα πάνελ διασημοτήτων σε κάποια κοινή ερώτηση. Και κοίτα να δεις που τώρα δεν θυμάμαι ποιος, σε θέμα περί ορισμού της επιτυχίας, μου είχε πει ότι αυτή τεκμηριώνεται μόνο όταν την κατακτάς με τους όρους σου. Και όχι όταν διακρίνεσαι συντασσόμενος με ένα υποστηρικτικό περιβάλλον. Οτι, με άλλα λόγια, η επιτυχία (και όχι η αποτυχία όπως πιστεύουν πολλοί) είναι μια μοναχική διαδικασία. Από τότε, είχα πολλές φορές την ευκαιρία να διαπιστώσω αυτή την αλήθεια. Και σχεδόν πάντα όταν αναφερόμουν σε κάποια επιτυχία του Γιώργου Λάνθιμου. Τον θυμάμαι αυτόν τον γνωστό – άγνωστό μου σκηνοθέτη (ένα χωριό είναι η Αθήνα, αν δεν ξέρεις κάποιον, θα ξέρεις έναν φίλο του) από τότε που δούλευε στη διαφήμιση. Ακριβοθώρητος, δεν έδινε συνεντεύξεις, δεν έκανε δηλώσεις ακόμη και τότε που τα σποτ με το περίφημο «Πουτ δε κοτ ντάουν» (σε σενάριο του Λάζαρου Ευμορφία) τα έσπαγε. Μακριά από τις καλλιτεχνικές παρέες, έδινε την εντύπωση πως όταν εμείς ασχολούμασταν με κάποια επιτυχία, ο ίδιος την είχε αφήσει πίσω και δούλευε ήδη για την επόμενη.

Ο «Κυνόδοντας», η ταινία που τον έκανε διεθνώς γνωστό αφού ήταν υποψήφια για Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης παραγωγής, ήταν δυστοπική, ζοφερή και δύσκολη. Η σεναριακή του βάση, η επινόηση δηλαδή μιας νέας γλώσσας, με απώτερο σκοπό τη χειραγώγηση ανθρώπων, ιδεών και εννοιών, παραπέμπει στο «1984» του Οργουελ. Μόνο που τότε ακόμη (2009) δεν ξέραμε ότι, σύντομα, το new speech (ή το κατά Λάνθιμο «πληκτρολόγιο») θα κυριαρχούσε ως πολιτικός λόγος της πρώτη φορά Αριστεράς. Ο σκηνοθέτης αποδείχθηκε προφητικός αν και πολύ αμφιβάλλω αν αυτό ήταν ποτέ η πρόθεσή του. Αντίστοιχα «μη φιλικές» στον θεατή ήταν και οι δύο επόμενες ταινίες του που τον έβαλαν επάξια στον διεθνή κινηματογραφικό χάρτη. Με δυο λόγια ο Λάνθιμος δεν κάνει «σινεμαδάκι» – αν και καθόλου δεν υποτιμώ το είδος.

Και ερχόμαστε στην πιο πρόσφατη επιτυχία του. Το «The Favourite» κερδίζει αργυρό Λέοντα στη Βενετία και η Ολίβια Κόλμαν βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας. Το υπουργείο Πολιτισμού και η νεοδιορισθείσα υπουργός συγχαίρουν με 48 ώρες καθυστέρηση. Με επιστολή στην οποία αναφέρεται ότι η πολιτεία θα υποστηρίξει τους νέους κινηματογραφιστές αγνοώντας – τυχαίως ή τεχνηέντως – ότι ο Λάνθιμος ουδέποτε στήριξε την εξέλιξή του σε κρατικά σπρωξίματα. Προσωπικά, θα περίμενα από τον Πρωθυπουργό στη συνέντευξη Τύπου στη ΔΕΘ να αναφερθεί σε έναν συνομήλικό του επαγγελματία που διακρίνεται διεθνώς σε μια εποχή μάλιστα που το ζητούμενο της χώρας υποτίθεται ότι είναι η εξωστρέφεια. Αλλά τι λέω τώρα… Ο Γιώργος Λάνθιμος (άθελά του γιατί, βεβαίως, δεν είναι αυτός ο καημός του) χαλάει τη συνταγή της κυβερνητικής μαγιονέζας. Διότι βρίσκεται στον αντίποδα του ανθρωπότυπου Νοτοπούλου. Δηλαδή της δοτής ψευδεπιτυχίας, της κίβδηλης καταξίωσης. Και ενός λόγου που, ενώ μας έρχεται απ’ τα βάθη άλλων δεκαετιών, είναι τόσο ξένος με την εποχή μας ώστε τελικά γίνεται new speech.